Το τέλος των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων

21

Του Παναγιώτη Κυριακούλια *

Αν κανείς περιηγηθεί στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εργασίας, αμέσως θα διαπιστώσει ότι μέσα στον Δεκέμβριο άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια οι «επιχειρησιακές» συλλογικές συμβάσεις με τις «ενώσεις προσώπων», οι οποίες προβλέπονται από το περιβόητο άρθρο 37 του Ν. 4024/11.

Η τελευταία αυτή παρέμβαση στο δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μαζί με την ταυτόχρονη απαγόρευση της επέκτασης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων (δηλαδή της μη κήρυξής τους ως υποχρεωτικών για το σύνολο των επιχειρήσεων ενός κλάδου) αποτελούν την ταφόπλακα στην ελάχιστη συλλογική μισθολογική και εργασιακή προστασία, όπως την γνωρίσαμε μέσα από την 20ετή λειτουργία του Ν. 1876/90 για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Οι αυταρχικές αυτές παρεμβάσεις δεν οδηγούν μόνο σε μια βάρβαρη και δραματική μείωση των μισθών και των ημερομισθίων των εργαζομένων και εν τέλει σε μια προϊούσα εξαθλίωση της μισθωτής εργασίας στη χώρα μας.

Ούτε είναι μόνο καταστροφικές για την ανάπτυξη και την απασχόληση, τα φορολογικά έσοδα, τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και τις συντάξεις, όπως προκλητικά επαναλαμβάνουν, λες και είναι ουδέτεροι «παρατηρητές» τα κυβερνητικά στελέχη που τις θεσμοθέτησαν.

Ούτε φυσικά πρόκειται να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα, μέσω της βίαιης μείωσης του εργασιακού κόστους. Αν ήταν έτσι, το Μπαγκλαντές θα ήταν στην κορυφή της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας.

Πέραν των παραπάνω, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις συνέπειες που έχει η αποδόμηση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την ίδια την ύπαρξη και προοπτική των συνδικάτων.

Το σύνολο των νομοθετικών παρεμβάσεων στο δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων μεταθέτουν το κέντρο βάρους του προσδιορισμού των μισθών και των όρων εργασίας από τον κλάδο στο επίπεδο της επιχείρησης και κατ’ επέκταση στο ατομικό επίπεδο.

Για τα συνδικάτα όμως, η δομή και η λειτουργία του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί ζωτικής και υπαρξιακής σημασίας ζήτημα.

Ιστορικά, η οργανωτική δομή των συνδικάτων (δηλαδή η μορφή, το επίπεδο και ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας τους) συνεπάγεται πάρα πολλά ως προς την εδραίωση, την ανάπτυξη και κυρίως ως προς την ικανότητα / αποτελεσματικότητα προάσπισης των συλλογικών συμφερόντων της μισθωτής εργασίας, με κύρια όπλο τον προσδιορισμό των μισθών και των όρων εργασίας μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και η οργανωτική δομή των συνδικάτων και η θεσμοθέτηση των διαφόρων συστημάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης αναπτύχθηκαν παράλληλα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλληλοπροσδιορίστηκαν και αλληλοτροφοδοτήθηκαν.

Στις περισσότερες χώρες του ανερχόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα, η ζωτική ανάγκη των συνδικάτων για αύξηση της αριθμητικής τους δύναμης ως θεμελιώδες στοιχείο της αποτελεσματικότητάς τους αλλά και για κοινωνική νομιμοποίηση (τόσο εντός της εργατικής τάξης, όσο και ευρύτερα σε επίπεδο κοινωνίας) γρήγορα τα έκανε να εγκαταλείψουν τον ομοιοεπαγγελματικό (συντεχνιακό) τύπο οργάνωσης και να στραφούν στον κλαδικό τύπο οργάνωσης, ο οποίος εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της αλληλεγγύης και της δυνατότητας μαζικής και αποτελεσματικής διεκδικητικής δράσης.

Η αλλαγή αυτή στην οργανωτική δομή των συνδικάτων, σε συνδυασμό με άλλους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες (σοσιαλδημοκρατία, μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη, εθνικός ανταγωνισμός επιχειρήσεων) κατέληξε στη διαμόρφωση εθνικών συστημάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης, με κύριο χαρακτηριστικό την υπερίσχυση της κλαδικής συλλογικής σύμβασης, που θέτει ένα ελάχιστο όριο συλλογικής προστασίας των μισθωτών ανεξαρτήτως επαγγέλματος / ειδικότητας αλλά και σχετικά ίσες συνθήκες ανταγωνισμού ανάμεσα στις επιχειρήσεις.

Σήμερα, σε συνθήκες υφεσιακής κρίσης και ξέφρενου παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιχειρεί ακριβώς την αντιστροφή αυτής της πορείας και την επιτυγχάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες (και με τον πιο βίαιο τρόπο στην Ελλάδα) της συρρίκνωσης- κατάργησης της κλαδικής σύμβασης και της αντικατάστασής της από την επιχειρησιακή / ατομική σύμβαση, με ταυτόχρονη απορρύθμιση των ατομικών εργασιακών σχέσεων στην κατεύθυνση της πλήρους εργοδοτικής ευελιξίας.

Στη χώρα μας, ο κίνδυνος κατάρρευσης των μεγάλων κλαδικών συνδικάτων και ομοσπονδιών και η αντικατάστασή τους, από ασύνδετα μεταξύ τους εργοδοτικά επιχειρησιακά σωματεία ή/και «υβρίδια» τύπου «ενώσεων προσώπων», ακριβώς λόγω αυτής της μετατόπισης του κέντρου βάρους των συμβάσεων, είναι και υπαρκτός και ορατός.

Για να μην επισυμβεί αυτό, οφείλουμε να κάνουμε πολλά ως «οργανωμένο» εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Το κυριότερο και το πρώτο από όλα είναι (ειδικά στον ιδιωτικό τομέα) να μπούμε στους χώρους εργασίας, να πιάσουμε επαφή με τους εργαζόμενους, να τους ακούσουμε και να μας ακούσουν και από κοινού να βρούμε τρόπους και μορφές οργάνωσης, αντίστασης αλλά και διαπραγμάτευσης, απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία.

Ο επιχειρησιακός συνδικαλισμός δεν είναι κακός από μόνος του επειδή είναι πιο ευάλωτος στη χειραγώγηση και τους εκβιασμούς από τους εργοδότες, ιδίως στις σημερινές συνθήκες ύφεσης και κρίσης.

Μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγηθεί σε αυθεντικές εκπροσωπήσεις των εργαζομένων και να αποκτήσει αγωνιστικά, ταξικά και αλληλέγγυα χαρακτηριστικά.

Δίπλα του όμως χρειάζονται και τα κλαδικά πρωτοβάθμια σωματεία και οι ομοσπονδίες, που τώρα περισσότερο από ποτέ δεν πρέπει να μαραζώσουν αλλά αντίθετα να μαζικοποιηθούν.

Με λίγα λόγια, και πρέπει και μπορούμε να παρέμβουμε στον -εν τη γενέσει του- «νέο» επιχειρησιακό συνδικαλισμό και να τον συνδέσουμε με τις αρχές, τις αξίες και τις αγωνιστικές παραδόσεις των συνδικάτων.

Όμως, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει επιτέλους, τόσο κεντρικά όσο και σε επίπεδο ομοσπονδιών, και να αναστοχαστεί και να συζητήσει σοβαρά την οργανωτική του αναδιάρθρωση.

* Ο Παναγιώτης Κυριακούλιας είναι Οργανωτικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Αυτόνομης Παρέμβασης.

– Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ στις 5-1-2012 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=661585