Με τους εργατικούς αγώνες κόντρα στην λογική της ”ανάθεσης”

25

του ΚΟΝΙΑΡΗ ΧΡΗΣΤΟΥ *

Τα σοβαρά προβλήματα συμμετοχής, που ήταν εμφανή στην τελευταία απεργιακή κινητοποίηση της ΑΔΕΔΥ, στις 19 Δεκέμβρη, αποτελούν μάλλον την κορφή του παγόβουνου των κρισιακών καταστάσεων που εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση στο εργατικό κίνημα.

Οι άνευρες κινητοποιήσεις των συνδικάτων το τελευταίο χρονικό διάστημα, η αναγκαστική «αναδίπλωση» οργανώσεων, που βρίσκονταν εδώ και καιρό σε κινητοποιήσεις, έθεσαν «επί τάπητος» ερωτήματα που σχετίζονται τόσο με τον προσανατολισμό όσο και την οργάνωση των κινητοποιήσεων αλλά και την τακτική που ακολούθησε ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό διάστημα το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Βεβαίως τα καμπανάκια έχουν χτυπήσει εδώ και καιρό και πρέπει κάποιος να έχει πολύ μειωμένη ακοή για να μην τα αντιληφθεί. Στους χώρους δουλειάς δεν κυριαρχούσε ένα κλίμα εγρήγορσης, οι μαζικές διαδικασίες βάσης είτε είχαν «ξεχαστεί» είτε όταν γινόταν προσπάθεια να πραγματοποιηθούν συγκέντρωναν ένα μικρό αριθμό εργαζομένων. Ακόμα και οι κινητοποιήσεις σε κλάδους που αντιμετώπισαν το μέτρο των διαθεσιμοτήτων – απολύσεων δεν είχαν την συμμετοχή και τον παλμό της προηγούμενης περιόδου.

Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι στις συζητήσεις σε χώρους δουλειάς κυριαρχούσε η σφοδρή κριτική προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, επικρατούσε η άποψη για αναποτελεσματικότητα των αγώνων, υποχωρούσε το συλλογικό απέναντι στο ατομικό. Ταυτόχρονα ακόμα και τμήματα εργαζομένων που το προηγούμενο χρονικό διάστημα έδωσαν σημαντικές μάχες απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές οδηγούνταν στην «αποστράτευση», με τη δικαιολογία τις κινητοποιήσεις χαμηλής έντασης. Την ίδια ώρα φαίνεται ότι η λογική της «ανάθεσης» επιστρέφει μέσα στους κόλπους του εργατικού κινήματος, διευκολύνοντας αφάνταστα τις κυβερνητικές επιδιώξεις.

Όλα αυτά βάζουν επιτακτικά το ερώτημα αν αυτή η «κάμψη» που παρατηρείται τελευταία στις εργατικές κινητοποιήσεις είναι προσωρινή, ή μπορεί να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά και να οδηγήσει σε μια στρατηγική ήττα με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Όποιος σε αυτή την περίοδο επιχειρήσει να απαντήσει παίρνοντας υπόψη πλευρές μόνο από τα «προβλήματα» που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα, πολύ περισσότερο αν δεν λάβει υπόψη το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτό αναπτύσσει τη δράση του και οργανώνει τους αγώνες, μάλλον θα έχει δει το δέντρο και θα έχει χάσει το δάσος.

Είναι προφανές ότι σοβαρή κριτική μπορεί να κάνει κάποιος στις συνδικαλιστικές πλειοψηφίες για τη στάση τους απέναντι στα προβλήματα και τους αγώνες, στον προσανατολισμό που καθόριζαν μέσα στο κίνημα και την έλλειψη αποφασιστικότητας στην οργάνωση των αγώνων, ιδιαίτερα την αδράνεια που έχουν επιδείξει το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η κριτική αυτή αν μείνει μόνο στο επίπεδο των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, μάλλον θα έχει παραγνωρίσει το γεγονός ότι τα προβλήματα που υπάρχουν στα δευτεροβάθμια όργανα αλλά και στην πλειοψηφία των πρωτοβάθμιων, σε αρκετές περιπτώσεις ίσως είναι πολύ πιο έντονα. Όμως αυτά δεν είναι ικανά να εξηγήσουν την σοβαρή κάμψη που υπάρχει στη δράση του εργατικού κινήματος.

Θα ήταν λάθος αν παραγνωριστεί ένας παράγοντας που αφορά τη στάση που τηρεί ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων που το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρωτοστάτησε στους αγώνες, έδειξε μαχητικότητα και σήμερα βρίσκεται σε ακινησία.

Είναι αντιληπτό ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των εργαζομένων, δεν ελπίζει να έχει επιτυχίες μέσα από την συνδικαλιστική δράση και έχει μεταθέσει την ανατροπή των αντεργατικών μνημονιακών πολιτικών σε μια άνευρη κοινοβουλευτική διαδικασία έχοντας την αυταπάτη ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια που είναι διάχυτη θα επιφέρει από μόνη της την πτώση του αστικού μπλοκ, το οποίο θα πέσει σαν ώριμο φρούτο και τελικά θα υπάρξει πολιτική ανατροπή.

Είναι προφανές ότι η λογική της ανάθεσης που για χρόνια κυριαρχούσε στο εργατικό κίνημα βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί σήμερα, ιδιαίτερα μετά τις πολιτικές εκλογές και την αναδιαμόρφωση του πολιτικού τοπίου και η ανάθεση μεταφέρθηκε περισσότερο στο πολιτικό επίπεδο.

Βεβαίως το ζήτημα αυτό είναι και αποτέλεσμα και μια λαθεμένης πολιτικής που προβλήθηκε από τμήματα της πολιτικής Αριστεράς, πολιτική που έχει δημιουργήσει μέσα στις τάξεις της και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Όμως αυτή η λαθεμένη λογική δεν αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης μέσα στους κόλπους της αριστεράς μόνο στη σημερινή περίοδο. Διαπερνά δυστυχώς τους πολιτικούς της χώρους τις τελευταίες δεκαετίες και αποτέλεσε σημείο εσωτερικής σύγκρουσης την πρώτη περίοδο των μνημονίων μέχρι τις εκλογές.

Βεβαίως την πρώτη περίοδο των μνημονιακών πολιτικών, είτε λόγω της οξύτητας της επίθεσης είτε γιατί υπήρχε η προσδοκία της εύκολης νίκης δεν κυριάρχησε μια τέτοια γραμμή, αντίθετα οι δυνάμεις που πρόβαλαν την άποψη για την ανάγκη ανάπτυξης ενός δυναμικού μαζικού ταξικού εργατικού κινήματος, με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά «πήραν κεφάλι» και κατόρθωσαν παρά τις δυσκολίες να συμβάλουν στην ανάπτυξη μεγάλων εργατικών αγώνων.

Σήμερα όμως δεν έχουμε απλώς μια υποχώρηση των εργατικών κινητοποιήσεων αλλά και μια σαφή υποχώρηση στο πολιτικό πλαίσιο κάτω από το οποίο αναπτύσσεται τόσο η συνδικαλιστική όσο και η πολιτική δράση. Το ριζοσπαστικό πολιτικό αίτημα που συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε» φαίνεται σήμερα να υποχωρεί, μπροστά σε σκιαμαχίες για σκάνδαλα, λίστες και άγονες μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις. Το πεδίο αυτό της πολιτικής αντιπαράθεσης που επιλέγουν λαθεμένα τμήματα της Αριστεράς αποτελεί προνομιακό πεδίο για τους ταξικούς αντιπάλους. Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με στόχο την αναδιάταξη και απόκτηση της πλήρους ηγεμονίας του αστικού πολιτικού μπλοκ διευκολύνεται αφάνταστα από μια γενικευμένη εικόνα σήψης της πολιτικής ζωής.

Την ίδια ώρα το αστικό πολιτικό μπλοκ και οι κυρίαρχες τάξεις, μετά τα «σκαμπίλια» που έφαγαν την προηγούμενη περίοδο, ανασυντάσσονται, οργανώνουν την αντεπίθεση με μια οργανωμένη επικοινωνιακή καταιγίδα, συγκεντρώνουν όλες τους τις δυνάμεις τους, χτυπούν ότι κινείται σε επίπεδο κινήματος, με στόχο την συντριβή όλης της Αριστεράς και τη στρατηγική ήττα του εργατικού κινήματος.

Όσοι «χαιρέκακα» φαντάζονται ότι αν αυτό συμβεί, κάποιοι από τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς χώρους της Αριστεράς θα βγουν κερδισμένοι, θα πάρουν την ρεβάνς και θα επιβεβαιώσουν την πολιτική τους, είναι μάλλον βαθιά νυχτωμένοι.

Μοναδική ελπίδα για αναστροφή αυτού του νοσηρού κλίματος είναι η επανεκκίνηση του εργατικού κινήματος, η ανάπτυξη αγώνων, η εμμονή σε ένα πολιτικό – συνδικαλιστικό πλαίσιο με σαφή ταξικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται, όσοι αντιλαμβάνονται αυτούς τους κινδύνους να εγκαταλείψουν την στάση αναμονής, να πάρουν πρωτοβουλίες, να αφήσουν πίσω επιφυλάξεις και στενούς υπολογισμούς, με στόχο την διαμόρφωση ενός ισχυρού πόλου μέσα στο εργατικό κίνημα και όχι μόνο που θα επιχειρήσει την επανεκκίνηση. Στην προσπάθεια αυτή χωρούν «παλιές» αλλά και νέες δυνάμεις που βλέπουν τα σημερινά αδιέξοδα και θέλουν να συμπορευτούν σε μια αγωνιστική πορεία

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να δεχτούν άλλες «ήττες», έχουν την ανάγκη ενός μαζικού οργανωμένου αγώνα που θα ανοίξει μια χαραμάδα ελπίδας, θα αφήνει ανοικτό το πεδίο για νικηφόρους αγώνες.

Ανεξάρτητα από τη στάση των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, τα συνδικάτα πρέπει τώρα να μπουν σε κίνηση, να επιστέψουν εκεί που αντλούν δύναμη, στην οργανωμένη βάση τους, να κολυμπήσουν βαθιά μέσα στην εργατική τάξη. Η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος για να ξαναγεννηθεί η ελπίδα, για να υπάρξει ξανά η προοπτική της σύγκρουσης και της ανατροπής.

Αν ο προβληματισμός είναι ακόμα το πολιτικο – συνδικαλιστικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί αυτή η «ενότητα» δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που διαμορφώθηκε στην προηγούμενη περίοδο των μεγάλων εργατικών αγώνων και του κινήματος «δεν χρωστάμε δεν πουλάμε δεν πληρώνουμε» που ξεφύτρωσε μέσα από τα συνδικάτα, συνδέθηκε μαζί τους και επηρέασε τις εξελίξεις .

Ευτυχώς ή δυστυχώς ο χρόνος τρέχει, τα γεγονότα είναι πυκνά και μια τέτοια πρωτοβουλία που σήμερα να είναι αναγκαία, αύριο ίσως είναι πολύ αργά για να έχει αποτελέσματα.

Το ζήτημα είναι αν έχουμε το θάρρος όλοι να το τολμήσουμε.

* Υγειονομικός μέλος του ΓΣ της ΑΔΕΔΥ