Οργάνωση και Δράση των εργαζομένων στην εποχή της κρίσης

20

Ομιλία τους Γιώργου Χαρίση* στην εκδήλωση της Αυτόνομης Παρέμβασης, που έγινε στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης την Τετάρτη 10 Απρίλη 2013.

Μερικές διαπιστώσεις για την κατάσταση του σ.κ

1.Η περίοδος του μνημονίου έδειξε και τα όρια του σ.κ της προηγούμενης περιόδου.

-Ένα σ.κ πλήρως ενσωματωμένο στη λογική του κοινωνικού εταιρισμού που έβλεπε το καπιταλιστικό κράτος και την εργοδοσία ως εταίρους και όχι ως ταξικούς αντιπάλους και με μια ηγεσία (ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ), πλήρως υποταγμένη στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό.

-Ένα σ.κ που περιόριζε την πάλη και τις διεκδικήσεις του εντός των πλαισίων του συστήματος και του εφικτού. Έβαζε σαν στόχους αυτά που μπορούσαν να αποδεχτούν οι κυβερνήσεις και οι εργοδότες και έπαιρνε ό,τι το έδιναν, χωρίς να «εκπαιδεύει» τους εργαζόμενους να μάχονται και να διεκδικούν. «Συνήθισαν»  τους εργαζόμενους στη λογική της ανάθεσης της λύσης των προβλημάτων τους σε κάποιους άλλους, εν προκειμένω μιας συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

-Ένα σ.κ με χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, στο οποίο βεβαίως εκτός τις κρίσης αντιπροσώπευσής του και της απαξίωσής του από τους εργαζόμενους, οφείλεται και στη δομή της ελληνικής οικονομίας, που στηρίζεται κυρίως στις μικρές επιχειρήσεις. Ένα θέμα όμως που δεν το αντιμετώπιζε παίρνοντας τα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα, της συνένωσης και όχι της πολυδιάσπασής του σε πολλές α’βάθμιες και β’θμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Η ΓΣΕΕ σήμερα έχει 74 ΕΚ και 73 Ομοσπονδίες, ενώ η ΑΔΕΔΥ 52 Ν.Τ και 47 Ομοσπονδίες και είναι δομημένο έτσι, λες και δεν έχουν αλλάξει ο τρόπος οργάνωσης και οι δομές της οικονομίας και του κράτους τα τελευταία 50 χρόνια.

2.Αποκαλύφθηκε ο ρεφορμιστικός και συντεχνιακός προσανατολισμός του.

-Φάνηκε απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει τη μνημονιακή λαίλαπα: Στην αρχή η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ πίστευε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στον αριθμό και τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, αναμασώντας την προπαγάνδα της κυβέρνησης και της τρόικας, και έτσι έχασε πολύτιμο χρόνο και κυρίως νομιμοποίησε στη συνείδηση της κοινωνίας το βασικό τους επιχείρημα, ότι δηλ. για όλα τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας, ακόμα και για τους χαμηλούς μισθούς στον ιδιωτικό τομέα έφταιγαν ο μεγάλος αριθμός και οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι.

-Ακόμη και σήμερα η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ και ο Παναγόπουλος δεν μιλάνε για κατάργηση των μνημονίων.

-Δεν οργάνωσε ένα σχέδιο αντίστασης απέναντι σ’ αυτές τις πολιτικές κάνοντας τις απαραίτητες συμμαχίες. Έβλεπε με καχύποπτο μάτι στην αρχή το «κίνημα» των πλατειών και προσπαθούσε να βάλει εμπόδια, επικαλούμενη μάλιστα τα αντίπαλα ταξικά συμφέροντα, μεταξύ εργαζομένων  και Επαγγελματιοβιοτεχών και Εμπόρων (ΕΒΕ).

-Δεν έβλεπαν ότι τα μνημόνια μαζί με τις μεγάλες ανατροπές στον κόσμο της εργασίας, κατάστρεφε και προλεταριοποιούσε τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας και η σύνδεσή τους με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης είναι βασικό καθήκον αν θέλουμε να έχουμε νικηφόρους αγώνες και ανατροπές σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

-Τότε λοιπόν εμείς επιμείναμε στην ανάγκη τις συνάντησης του εργατικού κινήματος με τους «αγανακτισμένους» των πλατειών και στην κοινή δράση με τα μεσαία στρώματα και επιλέξαμε τη δράση και του συντονισμού από τα κάτω, δέστε τον συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων και τα κινήματα «Δεν Πουλάμε Δεν Χρωστάμε Δεν Πληρώνουμε», που είχαν σημαντική συμβολή και οδήγησαν σε μεγάλες στιγμές ανάτασης των αγώνων και σε μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, οι οποίες είχαν και μετρήσιμα αποτελέσματα, που μπορεί να μην οδήγησαν σε ανακοπή της μνημονιακής πολιτικής, αλλά έφεραν εναλλαγές κυβερνήσεων και στις εκλογές την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού έτσι όπως το γνωρίσαμε στην μεταπολιτευτική τουλάχιστον περίοδο.

Οι αγώνες στην περίοδο των εκλογών μέχρι σήμερα.

Μετά τις εκλογές του 2012 και τα γνωστά αποτελέσματα, τα οποία μπορεί να άλλαξαν το μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό, δεν έδωσαν όμως πολιτική λύση, με αποτέλεσμα να έχουμε τη συνέχιση και όξυνση της μνημονιακής πολιτικής.

Η ψήφιση του τρίτου μνημονίου τον Νοέμβριο του 2012 και κυρίως η εφαρμογή στην πράξη των επιπτώσεων όλων των προηγούμενων αντιλαϊκών και αντεργατικών νομοθετικών ρυθμίσεων και η οικονομική αφαίμαξη των όποιων αποθεμάτων των λαϊκών νοικοκυριών, δημιούργησαν και δημιουργεί μια νέα κατάσταση.

Οι εργαζόμενοι τα «δοκίμασαν» όλα. Βγήκαν «αγανακτισμένοι» στις πλατείες, έκαναν 30 γενικές απεργίες και έδωσαν χιλιάδες μεροκάματα συμμετέχοντας σε κλαδικές κινητοποιήσεις, κατέβηκαν στο δρόμο και συγκρούστηκαν με την αστυνομία, σε κάποιες περιπτώσεις και με ιδιαίτερη ένταση, ψήφισαν διαφορετικά και όμως δεν βλέπουν φως στο τούνελ.

Τα λέω αυτά όχι για να απογοητεύσω, ούτε για να αναπαράγω αυτό που πολλές φορές ακούγεται ότι δεν έγινε τίποτα, αλλά για να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα και κυρίως να δούμε τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα, γιατί η δικιά μας αποστολή μέσα στο εργατικό κίνημα δεν είναι απλά για να υπερασπίσουμε τα συντεχνιακά συμφέροντα των εργαζομένων, που και αυτό πρέπει να κάνουμε, ούτε απλά για να αναλύσουμε την πραγματικότητα, αλλά για να συμβάλλουμε στην ανάδειξη της ιστορικής αποστολή της εργατικής τάξης και του ρόλου της κατά την παρούσα καπιταλιστική κρίση, με στόχο να δημιουργήσουμε τους όρους για αλλάξουμε τον κόσμο.

Στην περίοδο λοιπόν μετά τις εκλογές, παρόλο που έχουμε όπως είπαμε, όξυνση της επίθεσης των μνημονιακών δυνάμεων απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας και της κοινωνίας, αντιμετωπίζουμε ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα: Ενώ υπάρχει μια διευρυμένη απογοήτευση και αγανάκτηση, αυτή δεν εκφράζεται σε ενεργεί συμμετοχή και κινητοποίηση των εργαζομένων, παρά το γεγονός ότι είναι πιο ορατή η εναλλακτική λύση σε πολιτικό επίπεδο, απ’ ότι ήταν πριν τις εκλογές.

Μια βασική αιτία μπορεί να εντοπιστεί στην κατάσταση το σ.κ και γενικότερα του λαϊκού κινήματος, που οφείλεται στην απαξίωση του και στην αποκοπή του από τις πραγματικές ανάγκες και τις αγωνίες των εργαζομένων.

Το σ.κ τα τελευταία 25 χρόνια, όπως είπαμε και στην αρχή, κινήθηκε μέσα στα πλαίσια του «κοινωνικού» διαλόγου και του λεγόμενου «κοινωνικού εταιρισμού», αμβλύνοντας τον ταξικό του χαρακτήρα και αντιμετωπίζοντας το αστικό κράτος και τους εργοδότες καπιταλιστές, ως κοινωνικούς εταίρους και όχι ως ταξικούς αντιπάλους.

Οι διεκδικήσεις του επειδή κινούνταν στα πλαίσια του εφικτού, δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη αγώνων, μέσα απ’ τους οποίους θα διαπαιδαγωγούνταν η εργατική τάξη για την ανάγκη της πάλης, αλλά και των δυσκολιών που έχει αυτή, καθώς και για το μακρόχρονο του αγώνα για την κοινωνική ανατροπή.

Τα συνδικάτα δρούσαν ως διαμεσολαβητές και έτσι σήμερα συναντάμε το φαινόμενο της αναμονής και της εναπόθεσης της λύσης των προβλημάτων τους σε κάποιους άλλους είτε στις ηγεσίες των συνδικάτων είτε στις εκλογές.

Εκείνο όμως για το οποίο πρέπει να είμαστε σίγουροι, είναι ότι όσο ό κόσμος δεν βγαίνει στους δρόμους, όσο το κλίμα αναμονής γενικεύεται, όσο το εργατικό κίνημα και γενικότερα το λαϊκό κίνημα δεν παρεμβαίνει μαζικά, αγωνιστικά και διεκδικητικά,  τόσο θα απομακρύνεται και η πιθανότητα Αριστερής διακυβέρνησης και πάντως σίγουρα η υπόθεση της κοινωνικής ανατροπής.

Γιατί άλλο κυβέρνηση και άλλο εξουσία. Και εμείς δεν θέλουμε την κυβέρνηση για την κυβέρνηση και για να γίνουν κάποιοι κυβερνητικοί παράγοντες. Τι θέλουμε ως εργαλείο για την κατάκτηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, από την εργατική τάξη και το λαό και για το άνοιγμα προοδευτικών αλλαγών στην κοινωνία με ορίζοντα το σοσιαλισμό.

Βεβαίως για να είμαστε και δίκαιοι πρέπει να πούμε ότι για την κατάσταση αυτή που βιώνουμε σήμερα και για ένας είδος κοινωνικής «αφασίας» και «κοιμωμένης» κοινωνίας που υπάρχει, δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως στον ρεφορμιστικό και συμβιβαστικό χαρακτήρα του σ.κ. Η λόγοι πρωτίστως είναι κοινωνικοπολιτική και κυρίως οφείλονται στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, στην υποχώρηση του «εμείς» έναντι του «εγώ», της συλλογικής δράσης έναντι της ατομικής και στην υποχώρηση των δυνάμεων της Αριστεράς σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Στη σημερινή λοιπόν περίοδο, όπου παρατηρείται στασιμότητα των αγώνων, που οφείλεται στην ηττοπάθεια, την απογοήτευση και την αναμονή, πρέπει το σ.κ. να δώσει μία νέα προοπτική, περνώντας από την αγανάκτηση στη διεκδίκηση και από την προβολή ενός πιο ριζοσπαστικού εναλλακτικού προγράμματος τομών και αλλαγών στην ελληνική κοινωνία, που θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ανεργίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Σε επίπεδο σ.κ. πρέπει οι δυνάμεις της Αριστεράς να παλέψουν για την πολιτικοποίηση των αιτημάτων του, γιατί είναι πλέον φανερό στις ευρύτερες μάζες των εργαζομένων, ότι και το παραμικρό συνδικαλιστικό αίτημα, για να επιλυθεί, συγκρούεται με τη μνημονιακή πολιτική, πολύ περισσότερο, που λόγω της συνεχούς συρρίκνωσης της δημοκρατίας, αυτό δεν εξαρτάται από αιρετά όργανα, αλλά από υπαλλήλους του διεθνούς κεφαλαίου και των δανειστών.

Δεν μπορεί σήμερα να μην αποτελούν άμεσα αιτήματα πάλης του σ.κ η κατάργηση των μνημονίων και η ακύρωση των επαχθών δανειακών συμβάσεων, η διαγραφή του χρέους και η εθνικοποίηση των τραπεζών, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας κλπ.

Στις σημερινές δυσκολίες πρέπει να απαντήσουμε, όχι με αναδίπλωση απέναντι στον συντηρητισμό και το φόβο, ούτε με τη λείανση των αιχμηρών γωνιών της πολιτικής μας, για να κερδιθεί μια εκλογική πλειοψηφία, που πολύ αμφιβάλω αν θα γίνει, αλλά με μια πιο αιχμηρή ριζοσπαστική αντεπίθεση, που θα μπολιάζει την αγανάκτηση με την ανάγκη της πολιτικής ανατροπής.

Για την ενδυνάμωση του αυτόνομου ταξικού ρεύματος στα συνδικάτα και για την αλλαγή των συσχετισμών σ’ αυτά.

Πριν δούμε την πλευρά αυτή να κάνουμε μια αναφορά στην συνδικαλιστική γεωγραφία που έχουμε σήμερα.

1.Κατ’ αρχάς η ΠΑΣΚΕ, που παρά την κατάρρευση του πολιτικού τους φορέα, συνεχίζει να κρατά δυνάμεις, παρά τη σημαντική μείωση που παρατηρείται σε πολλούς χώρους.

Υπάρχει ένα τμήμα της που έχει διαχωρίσει τη θέση του, όμως παρά τις διαφοροποιήσεις πολλών στελεχών της σε εκλογικό και πολιτικό επίπεδο, η ηγεσία της προσπαθεί να ενσωματώσει τις αντιθέσεις της, να κρατήσει ενωμένες τις δυνάμεις της αναμένοντας καλύτερες μέρες.

Έτσι αποφάσισαν ότι χωρούν όλοι ανεξάρτητα των πολιτικών επιλογών που θα κάνει ο καθένας.

Σε ηγετικό όμως επίπεδο παρουσιάζεται μια πλήρης συνεργασία των δυνάμεων της ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, με στόχο την διατήρηση της σημερινής κατάστασης σε πολιτικό επίπεδο, σε κινητοποιήσεις χαμηλής έντασης, που δεν θα δημιουργούν προβλήματα στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής της κυβέρνησης.

Ανεπισήμως το ομολογούν ότι εμείς δεν θα συνεργήσουμε για να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

Αυτό πρέπει να το συνυπολογίσουμε για την αποτίμηση των αγώνων στην μετεκλογική περίοδο, πράγμα που δεν εμφανίζονταν στην πριν τις εκλογές περίοδο.

Στην ίδια γραμμή κινείται και το ΠΑΜΕ, γιατί εκτιμά και αυτό ότι από την κινητικότητα που δημιουργείται στην κοινωνία επωφελείται ο ΣΥΡΙΖΑ.

2.Η ΔΑΚΕ δεν παίζει καθοριστικό ρόλο κινηματικά, πολλές φορές λάμπει δια της απουσίας της, χρησιμοποιείται όμως στις πολιτικές επιλογές της ΠΑΣΚΕ και αξιοποιείται από την κυβέρνηση.

Στη ΓΣΕΕ ο τέως Γ.Γ και επικεφαλής της Κιουρσούκης, από λαύρα αντιμνημονιακός, έκανε κωλοτούμπα και λίγο πριν το συνέδριο επανεντάχθηκε στη ΝΔ.

Στην ΑΔΕΔΥ και οι δύο αυτές παρατάξεις, έχουν χάσει την εσωτερική τους αλληλεγγύη, ακολουθούν πολλές φορές προσωπικές στρατηγικές και η συγκολλητική τους ουσία είναι η συνδικαλιστική τους “επιβίωση”, ενώ παρατηρείται και εδώ μία προγραμματική σύγκληση και των δύο.

3.Τέλος το ΠΑΜΕ, το οποίο φαίνεται να συγκρατεί τις δυνάμεις, ίσως με μια μικρή κάμψη, αντιμετωπίζει προβλήματα στρατηγικής, μιας και η γραμμή του οδήγησε σε αδιέξοδο, ενώ με τη στάση του τα τελευταία 15 χρόνια διευκόλυνε την πολιτική της πλειοψηφίας ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.

Αυτή γραμμή, αν μπορούσε κάποιος να την εξηγήσει στην προ μνημονίου εποχή, σήμερα κανένας δεν μπορεί εύκολα να την υπερασπίσει, γιατί οι ανατροπές που έχουν συντελεστεί στην εποχή του μνημονίου, επανακαθορίζουν τη στάση όλων των συνδικαλιστικών δυνάμεων.

Αυτή η γραμμή δεν περπατάει και στις γραμμές του, όπου υπάρχουν σημαντικές αντιθέσεις και ενδεχομένως μετά το συνέδριο του ΚΚΕ να έχουμε εξελίξεις.

Παίρνοντας λοιπόν υπόψη αυτή την κατάσταση, νομίζω είναι καθαρό ότι για να αλλάξουν τα πράγματα στα συνδικάτα, για να εγκαταλειφθεί η ρεφορμιστική, συμβιβαστική τους γραμμή, αλλά και η σεχταριστική αντίληψη του ΠΑΜΕ και να αλλάξουν οι συσχετισμοί σ’ αυτά. Και για αλλάξουν, αλλά κυρίως για να αποκτήσουν ταξικό προσανατολισμό, πρέπει να μαζικοποιηθούν, να πάρουν οι εργαζόμενοι την υπόθεση στα χέρια τους και να ενισχυθούν οι δυνάμεις μας σ’ αυτό.

Οι απότομές πολιτικές ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές δεν σημαίνουν και αυτόματη αντιστοίχησή τους και στους συσχετισμούς στα συνδικάτα, γιατί υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, κυρίως όμως η αναγνώριση της σταθερούς και πρωτοπόρας στάσης των αριστερών συνδικαλιστών όπου υπάρχουν και όπου υπάρχει τέτοια στάση.

Η αριστερή φρασεολογία και ιδιότητα αν δεν συνοδεύεται και από ανάλογη στάση δεν μπορεί να πείσει και έτσι έχουμε το φαινόμενο σήμερα, ενώ οι εργαζόμενοι κατ’ εκτίμηση και με βάσει τις αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων να έχουν κατά πλειοψηφία ψηφίσει το ΣΥΡΙΖΑ, οι συνδικαλιστικές μας δυνάμεις να μην αυξάνονται ανάλογα.

Εδώ βεβαίως πρέπει να αντιμετωπιστούν και ιδεολογικής φύσης ζητήματα, που σχετίζονται με την αναγνώριση του πρωτοπόρου ρόλου του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, καθώς και ιδεολογήματα που κυρίως έρχονται να δικαιολογήσουν ή να δώσουν συνειδησιακό άλλοθι σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς που κάνουν ακόμη και αριστεροί στο χώρο εργασίας τους.

Είναι πολύ εύκολο το απόγευμα στη γειτονιά ή το καφενείο να κάνουμε κριτική στις συμβιβασμένες ηγεσίες του σ.κ και το πρωί στη δουλειά μας να μην μιλάμε, να μην συγκρουόμαστε με τον εργοδότη, ακόμη και τον συνάδελφο, να μην έχουμε συνειδητή και αγωνιστική στάση.

Πρωτίστως όμως για να αλλάξουν οι συσχετισμοί πρέπει να συγκροτηθούν αγωνιστικά, με πυρήνα τις δικές μας δυνάμεις, ψηφοδέλτια παντού. Αυτό δεν είναι εύκολο, θέλει δουλειά πολύ και αταλάντευτο προσανατολισμό και δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει, γιατί έχουμε ακόμη και εργαζόμενους που μπορεί να είναι οργανωμένοι στον πολιτικό φορέα που έχουμε εμείς αναφορά και να μην είναι οργανωμένοι στο συνδικάτο ή να μην παλεύουν και να μην πρωτοστατούν στη συγκρότηση συνδυασμών όταν και όπου γίνονται αρχαιρεσίες.

Έχουμε δηλ. και εδώ ένα παράδοξο: Κάποιος μπορεί να κατανοεί την ανάγκη οργάνωσης σ’ έναν πολιτικό φορέα, που φιλοδοξεί να εκφράσει τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, που είναι μια ανώτερη μορφή οργάνωσης και να έχει προηγηθεί η οργάνωση στο συνδικάτο του, που το λογικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο.

Τα αποτελέσματα του συνεδρίου της ΓΣΕΕ, η πορεία για το συνέδριο της ΑΔΕΔΥ και η ανάγκη αναδιοργάνωσης του σ.κ.

Το συνέδριο της ΓΣΕΕ, στο οποίο πήγαμε, αφού αυξήθηκε η δύναμη του ψηφοδελτίου που στήριξε η Αυτόνομη Παρέμβαση κατά 50% και αφού άρχισε να ξηλώνεται η ηγεμονία της ΠΑΣΚΕ, δεν σημαίνει ότι άλλαξαν τα πράγματα και κυρίως η κατηφορική πορεία απαξίωσης του σ.κ. Για την αναστροφή αυτής της πορείας χρειάζονται μεγάλες προσπάθειες που πρέπει να τις κάνουμε.

Μπορεί να αποτελεί εξήγηση το γεγονός ότι πολλοί σύνεδροι εκλέχτηκαν πριν 2,3 ή και 4 χρόνια, σε άλλες πολιτικές συνθήκες ή το 25-30% κατά την εκτίμησή μας να είναι νόθοι, δεν μπορεί όμως να αποκρύψει το γεγονός ότι απουσιάζουμε από το 75% περίπου των συνδικάτων και των χώρων στον ιδιωτικό τομέα και άρα όσο θετικά αποτελέσματα και αν είχαμε το τελευταίο διάστημα ήταν στο ¼ των χώρων και η όποια δυναμική απομειώνονταν.

Στο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, που γίνεται τέλη Νοέμβρη του 2013 κρίσιμο θέμα θα αποτελέσει το εάν η ΠΑΣΚΕ κατέβει ενιαία ή ξεχωριστά, όπως στη ΓΣΕΕ. Αν γίνει κάτι τέτοιο, υπάρχουν οι δυνατότητες, να αγγίξει την πλειοψηφία ένα μέτωπο όλων των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς σε συνεργασία με το τμήμα αυτό  της ΠΑΣΚΕ που κινείται αντιμνημονιακή-αγωνιστική κατεύθυνση. Στην κατεύθυνση αυτή παίρνουμε την πρωτοβουλία στη συγκρότηση χώρου διαλόγου και κοινής δράσης συνδικαλιστών που να εκφράζουν ένα ευρύ φάσμα με στόχο να ανοίξει η συζήτηση για την αναδιοργάνωση του σ.κ και τον ταξικό-διεκδικητικό του προσανατολισμού.

Αυτή τη στιγμή, που έχει εκλεγεί το 40% των συνέδρων, φαίνεται μία μείωση τους σε σχέση με το προηγούμενο συνέδριο κατά 20%, και σ’ αυτά τα αποτελέσματα φαίνεται μια αύξηση, γύρω στο 30%. Να πάρουμε υπόψη ότι και εδώ οι εκλογές έγιναν στις περισσότερες των περιπτώσεων πριν τις βουλευτικές εκλογές.

Έχει μεγάλη αξία να παρακολουθήσουμε τις αρχαιρεσίες της επόμενης περιόδου, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό θα κρίνουν και την αλλαγή των συσχετισμών στην ΑΔΕΔΥ.

Κρίσιμο συνέδριο είναι των δασκάλων που πρέπει να γίνει υπόθεσή μας σε όλη την Ελλάδα.

Τέλος η Αυτόνομη Παρέμβαση την επόμενη περίοδο θα προβάλλει πιο έντονα την ανάγκη της ενοποίησης ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, γι’ αυτό προτείνε το συνέδριο της ΓΣΕΕ να ήταν μεταβατικό, την εκκαθάριση των μητρώων του, την ενοποίηση ομοσπονδιών, καθώς και την επεξεργασία ενός κώδικα δεοντολογίας, που θα επανασυνδέει τα συνδικάτα με τις αξίες της αλληλεγγύης, τις ανιδιοτέλειας και του αγώνα για τα συμφέροντα των εργαζομένων.

*Ο Γιώργος Χαρίσης είναι μέλος της γραμματείας της Α.Π και της Ε/Ε της ΑΔΕΔΥ