Το χρονικό μιας αναμενόμενης επιδημίας

24

Με τα περιστατικά της ιλαράς να «σκαρφαλώνουν» με γρήγορους ρυθμούς, έχοντας φτάσει τα 200, με 60 νέα μόνο την περασμένη εβδομάδα, υπουργείο Υγείας, ΚΕΕΛΠΝΟ και Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού βρίσκονται σε εγρήγορση, όπως ανέφερε ο υπουργός Υγείας χθες, προκειμένου να αποφευχθεί η αναβίωση του εφιάλτη της δεκαετίας του ’80, όταν δεν υπήρχε το εμβόλιο.

Ο υπουργός Υγείας έκανε λόγο για διπλασιασμό του υπάρχοντος αποθέματος σε εμβόλια το αμέσως επόμενο διάστημα σε 200.000, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 fm».

Μέχρι στιγμής έχουν νοσηλευτεί δύο σοβαρά περιστατικά με επιπλοκές από την ιλαρά στις Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας των παιδιατρικών νοσοκομείων της Αθήνας, όπως επισημαίνει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» η Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για παιδιά Ρομά, το ένα εκ των οποίων διαγνώστηκε με εγκεφαλίτιδα και νοσηλεύτηκε για κάποιες ημέρες σε ΜΑΦ, ενώ το δεύτερο παρουσίασε αναπνευστική δυσχέρεια και παρέμεινε στη Μονάδα για ένα εικοσιτετράωρο. Και τα δύο παιδιά έχουν πάρει ήδη εξιτήριο.

Η Μ. Θεοδωρίδου επαναλαμβάνει την ανάγκη για άμεσο εμβολιασμό των παιδιών, των ενηλίκων, γεννημένων μετά το 1970 που δεν έχουν εμβολιαστεί, καθώς και των υγειονομικών. «Το άνοιγμα του βιβλιαρίου, μικρών και μεγάλων, και ο έλεγχος αν έχουν γίνει σωστά τα εμβόλια ίσως είναι το κέρδος από αυτή την επιδημική έξαρση», επισημαίνει.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας, ομότιμο καθηγητή Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρέα Κωνσταντόπουλο, παραμένουν ακάλυπτα απέναντι στην ιλαρά τουλάχιστον 350.000 παιδιά στη χώρα μας, ηλικίας 15 μηνών έως τεσσάρων ετών, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των ενηλίκων, γεννημένων μετά το 1970, που δεν έχουν εμβολιαστεί.

Μια βουτιά στο παρελθόν

Η συζήτηση περί αποτελεσματικότητας των εμβολιαστικών προγραμμάτων για τα παιδιά αναγκαστικά ξεκινά από πολύ πίσω, τότε που άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ της κοινωνικής πρόνοιας.

Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης Σημίτη το 1998, «Για την ανάπτυξη του εθνικού συστήματος κοινωνικής φροντίδας», καταργούσε ιδρύματα «στο πλαίσιο των προσαρμογών στις νέες συνθήκες και για την αποφυγή των αλληλοεπικαλύψεων». Μεταξύ αυτών ήταν και τα 62 Ιατροκοινωνικά Κέντρα (ΙΑΚ) του ΠΙΚΠΑ, που παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες της χώρας ανεξάρτητα από το αν ο χρήστης ήταν ασφαλισμένος ή όχι.

Την ίδια χρονιά, μελέτη του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού καταδείκνυε ότι σημαντικό ποσοστό των παιδιών της χώρας μας δεν εμβολιάζεται καθόλου, ενώ ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός παιδιών εμβολιάζεται μερικώς (δεν συμπληρώνει όλες τις δόσεις). Πολύ σοβαρότερο, σύμφωνα με τη μελέτη, ήταν το πρόβλημα στα μειονοτικά παιδιά.

Τα παιδιά των Τσιγγάνων

Χρόνο με τον χρόνο οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν απεκδύθηκαν των ευθυνών για προσφορά υπηρεσιών ειδικά στους Ρομά. Όλα τα προγράμματα βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ρομά έμειναν ανολοκλήρωτα.

Στις 12 Ιουνίου 1996, στο υπουργείο Υγείας ομάδα υπουργών ανακοίνωσαν ένα δίχρονο πρόγραμμα ύψους τριών δισ. δραχμών για τους 200.000 Τσιγγάνους. Τα μέτρα για την υγεία ήταν εντυπωσιακά. Το πολυσέλιδο «πρόγραμμα ιατρικής παρακολούθησης» των Τσιγγάνων προέβλεπε τον εφοδιασμό τους με βιβλιάρια υγείας των παιδιών και των ανασφάλιστων, τη δημιουργία κινητών μονάδων, εμβολιασμούς, τεστ ΠΑΠ, οδοντιατρικές εξετάσεις κ.λπ.

Τον Μάρτιο του 1999, το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού των Τσιγγάνων με φορέα υλοποίησης το υπουργείο Υγείας και το Εθνικό Κέντρο Επιδημιολογικής Παρακολούθησης σε συνεργασία με το Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.

Τον Ιούνιο του 2004, σε μια προσπάθεια ανάδειξης του κοινωνικού προφίλ της η τότε κυβέρνηση, εν όψει εκλογών, διά στόματος του υπουργού Εσωτερικών της Κ. Σκανδαλίδη, παρουσίασε την επισκόπηση των προγραμμάτων για τους Τσιγγάνους και τους παλιννοστούντες. Τα προγράμματα, μεταξύ άλλων, αφορούσαν τη διεξαγωγή 38 επισκέψεων από 3 κινητές μονάδες περίθαλψης σε καταυλισμούς Τσιγγάνων και τη λειτουργία 31 ιατροκοινωνικών κέντρων, ενώ αρχικά είχαν ανακοινωθεί 50.

Τέτοια προγράμματα εξαγγέλθηκαν κι άλλα στη συνέχεια. Ομως, αντί να εφαρμοστούν μέσα από ένα ενιαίο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας για την πρόληψη των ασθενειών και οικογενειακού προγραμματισμού των Τσιγγάνων, εκχωρήθηκαν στην επιχειρηματική δραστηριότητα και σε εθελοντές.

Οι ΜΚΟ και οι χορηγοί

Στην πιο πρόσφατη ιστορία τα δίκτυα ΜΚΟ εξαπλώθηκαν και σε συνεργασία με δήμους και το κράτος συγκρότησαν για χρόνια προγράμματα εμβολιασμών, συνήθως χρηματοδοτούμενα από χορηγούς-επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ανάλογους τομείς.

Τα προγράμματα αυτά αξιοποιούσαν συνήθως εθελοντική εργασία και παρείχαν χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες προς αντικατάσταση ακόμα και των ούτως ή άλλως υποβαθμισμένων και μη ικανοποιητικών υπηρεσιών που παρείχαν τα κρατικά συστήματα υγείας. Οι εμβολιασμοί αυτοί ήταν πάντα σποραδικοί, περιορισμένοι και ποτέ γενικευμένοι.

Ακόμα πιο πρόσφατα, το 2013, το υπουργείο Υγείας διέθετε κονδύλιο 500.000 ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος «Εμβολιασμοί άπορων και ανασφάλιστων παιδιών κι εφήβων». Το πρόγραμμα «έτρεχε» από τον Νοέμβριο του 2012, ωστόσο «σκόνταφτε» σε μια σειρά εμπόδια, όπως ελλείψεις σε εμβόλια, δημόσιες δομές, απουσία πλατιάς και διαρκούς ενημέρωσης του πληθυσμού.

«Θα υπάρξει πρόβλημα»

Αυτό επιβεβαίωνε και μελέτη του τομέα Υγείας του Παιδιού της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) – «Μεγάλη έλλειψη δημόσιων υποδομών για τον εμβολιασμό των παιδιών», σύμφωνα με την οποία «περίπου 65-70% των παιδικών εμβολιασμών γίνονται στον ιδιωτικό τομέα», και «αυτό υποδεικνύει ένα μεγάλο κενό σε μια εποχή που αυξάνεται ο αριθμός φτωχών και ανασφάλιστων οικογενειών. Τη διετία 2010-2011 αυξήθηκε κατά 22% η προσφυγή στις δημόσιες δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), οπότε θα υπάρξει πρόβλημα, αφού δεν έχουμε τις αντίστοιχες δομές και υπηρεσίες».

Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την άποψη των πρώην πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Υγείας πως για να διασφαλιστούν πόροι για εμβολιασμούς χρειάζεται και η συμμετοχή εθελοντών, ΜΚΟ και χορηγών, ήγειραν ερωτήματα για τη σταθερότητα και την καθολικότητα των δωρεάν εμβολιασμών με αποκλειστική ευθύνη του κράτους.

Το μοναδικό κέντρο παιδικού εμβολιασμού που παρέχει υπηρεσίες συστηματικά τα τελευταία 50 χρόνια είναι του Ερυθρού Σταυρού. Στεγάζεται στον περίβολο του ομώνυμου νοσοκομείου σε ένα σπιτάκι που παλιότερα ήταν ο Οίκος Αδελφών. Οι εθελοντές παιδίατροι βρίσκονται καθημερινά εκεί από τις 9 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι και κάνουν εμβόλια σε όποιο παιδί έχει ανάγκη, με ραντεβού που κλείνεται εντός πενθημέρου.

Κάθε χρόνο εμβολιάζονται στο κέντρο 2.000 παιδιά. Παράλληλα, στο «Ελενα Βενιζέλου», στα εξωτερικά ιατρεία πραγματοποιούνται εμβολιασμοί.

Ο Δήμος Αθηναίων δεν κάνει εμβόλια!

Απ’ την άλλη πλευρά, ο Δήμος Αθηναίων, για παράδειγμα, παρ’ όλο που έχει επτά ιατρεία στελεχωμένα με 120 γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, δεν κάνει εμβόλια στον παιδικό ή τον ενήλικο πληθυσμό.

«Ο Δήμος Αθηναίων αλλά και οι ΜΚΟ φέρνουν παιδιά σε εμάς. Παρότι χρηματοδοτούνται για να φροντίσουν τα παιδιά αυτά, τα παραπέμπουν σε εμάς. Από τα 30 παιδιά που βλέπουμε κάθε μέρα, τα 15-20 είναι προσφυγόπουλα από δομές του δήμου ή ΜΚΟ. Και βέβαια ούτε ο δήμος ούτε οι ΜΚΟ φέρνουν εμβόλια προκειμένου να καλυφθούν τα παιδιά», αναφέρει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο μαχόμενος, παρά τα 72 του χρόνια, παιδίατρος Γ. Πιερρουτσάκος, ο οποίος είναι εθελοντής στο κέντρο παιδικού εμβολιασμού του Ερυθρού Σταυρού.

Εχοντας εκτίσει και μια 8ετία στο Νοσοκομείο Λοιμωδών, νυν Γενικό Νοσοκομείο Δυτικής Αττικής, θυμάται την επιδημία της ιλαράς στις αρχές της δεκαετίας του ’80. «Είχα 25 κρεβάτια με 50 παιδιά άρρωστα. Είναι η σοβαρότερη νόσος που υπάρχει». Τα εμβόλια, λέει, ήταν στην αρχή τους, αλλά δεν πήγαινε ο κόσμος, μόνο ένα 30% ήταν εμβολιασμένο.

«Εχω δει να χάνονται παιδιά από τις επιπλοκές της. Απαγορεύεται να τα δούμε τώρα αυτά ξανά. Να σπεύσουν οι γονείς να εμβολιάσουν – και να εμβολιαστούν εάν είναι ακάλυπτοι και οι υγειονομικοί, δεν είναι επιλογή αλλά υποχρέωσή τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο».

ΠΗΓΗ: Ντάνι Βέργου, ΕφΣΥΝ