Η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την οικονομία-απασχόληση και η αριστερά

32

του Γιώργου Κολλιά, ερευνητή στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ

Η δυναμική της κοινωνικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα της μνημονιακής εποχής αφήνει το αποτύπωμά της στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και διεργασίες, έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται στην Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η οποία δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα.

Διαβάζοντας την έκθεση κάποιος, στο συμπέρασμα που μπορεί αβίαστα να καταλήξει είναι ότι η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2017 εμφανίζει ενδείξεις μιας εύθραυστης σταθεροποίησης σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς ενδογενή δυναμική. Το κυρίαρχο αφήγημα ότι «επιτέλους η χώρα βγαίνει από την κρίση» και το 2018 είναι η χρονιά του «τέλους των μνημονίων», δέχεται ισχυρό πλήγμα από τα ευρήματα της έκθεσης, η οποία δεν συμμερίζεται σε καμιά περίπτωση μια τέτοια αισιοδοξία και αυτό γιατί:

Πρώτον, ο δείκτης μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με την Ευρωζώνη και συνεπώς η ανάπτυξη, η οποία διαφημιζόταν από την κυβέρνηση ότι είναι καθ’ οδόν, είναι πολύ αναιμική, ισχνή με αβεβαιότητα ως προς την προοπτική σταθεροποίησης μιας ανοδικής πορείας. Ενώ οι κυβερνητικές προβλέψεις της οικονομικής ανάκαμψης για το διάστημα που εξετάζει η Έκθεση κυμαίνονταν περίπου στο 2,7%, αυτή τελικά σταθεροποιήθηκε στο 1,3%, πολύ κοντά στις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Σε σύγκριση με τη μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά απόκλισης, σύμφωνα με την Έκθεση, και η τάση αυτή τείνει να λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά μιας αναιμικής και αδύναμης οικονομικής μεγέθυνσης που αδυνατεί να διαχειριστεί μια λιμνάζουσα κατάσταση, κατά την οποία η ελληνική οικονομία έχει απολέσει πάνω από το 25% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2008. Η διαπίστωση αυτή του ΙΝΕ στηρίζεται στο γεγονός ότι η πολιτική των μνημονίων, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, συμπιέζει τις δημόσιες επενδύσεις και το εισόδημα των νοικοκυριών, δημιουργώντας αβέβαιες προοπτικές για την πορεία της οικονομίας.

Εάν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι δεν αναμένονται θεαματικές αλλαγές στο ακολουθούμενο μείγμα οικονομικής πολιτικής, ενισχύεται η εκτίμηση ότι δεν υπάρχουν ενδογενείς προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας σε σταθερή ανοδική τροχιά. Επομένως, η προσμονή της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας φαίνεται ότι στηρίζεται σε εξωγενείς και αβέβαιους παράγοντες – όπως οι ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο όγκος των παραγωγικών επενδύσεων έχει σταθεροποιηθεί σε αρκετά χαμηλά επίπεδα και οι μεταβολές του πλέον είναι πολύ οριακές. Την περίοδο 2009-2017 το απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου μειώθηκε αθροιστικά κατά περίπου 38 δισ. ευρώ. Είναι ενδιαφέρον αυτό που σημειώνει η έκθεση αναφορικά με τη σύνθεση των επενδύσεων και το ειδικό βάρος του μηχανολογικού εξοπλισμού. Δείχνει τις προτεραιότητες και την κατεύθυνση του επιχειρηματικού τομέα στην άντληση της δυναμικότητας των επιχειρήσεων, οι οποίες κατά κύριο λόγο βασίζονται σε αυτό που επέβαλαν όλο το προηγούμενο διάστημα οι μνημονιακές πολιτικές: Στην εσωτερική υποτίμηση ως μηχανισμό ενίσχυσης της δυναμικότητας και τις κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων, ή με άλλα λόγια στην τεράστια αναδιανομή εισοδήματος ες βάρος της εργασίας. Οι επενδύσεις λοιπόν σε μηχανολογικό εξοπλισμό είναι σχετικά στάσιμες, κυμαινόμενες σε επίπεδο αντίστοιχο αυτού του 2015.

Δεύτερον, ο βασικός μοχλός άντλησης δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η δυνατότητα των νοικοκυριών να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Η κατανάλωση των νοικοκυριών έχει σταθεροποιηθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα, συνεπώς ανατροφοδοτεί τη στασιμότητα και τις αβέβαιες προοπτικές ανάκαμψής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το πρώτο τρίμηνο του 2017, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα -σύμφωνα με την Έκθεση- μειώθηκε σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 κατά 170 εκατομμύρια ευρώ.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί σοβαρό εμπόδιο ώστε οι θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης την περίοδο 2014-2017, με βασικά χαρακτηριστικά την αύξηση της απασχόλησης και την ανακοπή περεταίρω μείωσης των εισοδημάτων, να δώσουν την επιδιωκόμενη σταθερή ώθηση της ελληνικής οικονομίας προς μια δυναμική οικονομική μεγέθυνση.

Τρίτον, με δεδομένη αυτήν την κατάσταση, μπορούμε να κατανοήσουμε το τεράστιο αδιέξοδο που δημιουργεί για τα λαϊκά στρώματα και τη μισθωτή εργασία η ασφυκτικά περιορισμένη δυνατότητα αναπαραγωγής τους. Με βάση τους ρυθμούς οικονομικής μεταβολής του ΑΕΠ και τους ρυθμούς μείωσης της ανεργίας που παρατηρούνται, η οποία με πραγματικούς όρους κυμαίνεται στο 27,5%, αναμένεται αυτή να περιοριστεί κάτω από το 10% το 2027!!!

Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι οι ρυθμοί αποκλιμάκωσης της ανεργίας θα επιβεβαιωθεί ότι έχουν αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά και δεν θα αναιρεθούν από ένα ενδεχόμενο νέο κύκλο υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας. Η προοπτική αυτή επιβεβαιώνει προηγούμενες εκτιμήσεις του ΙΝΕ, ότι ακόμη και εάν υπάρχει μια θετική μεταβολή του ΑΕΠ στην μεταμνημονιακή εποχή, θα πρόκειται για μια μακρά περίοδο «άνεργης ανάπτυξης».

Τέταρτον, η εξέλιξη στην εισοδηματική κατάσταση των εργαζομένων δημιουργεί μια νέα ποιότητα ως προς το μέγεθος της χαμηλόμισθης μισθωτής εργασίας. Η εξέλιξη των μισθών κατά το 2017 εμφανίζει σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί. Έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται πλέον σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Αθροιστικά, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με μισθό κάτω από τα 900 ευρώ είναι το 61%.

Η εξέλιξη στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων, με το 95% να αφορούν επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, επιβεβαιώνει μια σταθερή επιδίωξη της εργοδοτικής πλευράς να αποκεντρώσει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, μεταφέροντάς την στο επίπεδο της επιχείρησης όπου η εργατική πλευρά είναι πιο αδύναμη συνδικαλιστικά και επομένως διαπραγματευτικά.

Την ίδια στιγμή, οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017. Αντίθετα το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2017 αντιστοιχούν στο 54,9%.

Εάν ληφθεί υπόψη επιπλέον η διάλυση ουσιαστικά του εργατικού δικαίου, τότε μπορεί κανείς να ερμηνεύσει και να συσχετίσει τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στα μεγάλα ποσοστά φτωχοποίησης του πληθυσμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξάνεται από 27,6% το 2009 στο 36,0% το 2014 για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016 (διαθέσιμο εισόδημα 2015).

Πέμπτον, ορισμένα πολιτικά συμπεράσματα που μπορούν να διατυπωθούν, είναι μεταξύ άλλων τα εξής:

– Η αδυναμία του εργατικού κινήματος να ανακόψει είτε κινηματικά είτε και πολιτικά, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση και πολιτικό μοχλό ανακοπής της αναδιάρθρωσης συνολικά του συστήματος προς μια νέα ταξική ισορροπία, έδωσε τη δυνατότητα στην αστική –εργοδοτική εξουσία να σταθεροποιήσει τη θέση της και οδήγησε σε μια κατάσταση παγίωσης ενός νέου ταξικού συσχετισμού, με την ίδια την εργατική τάξη αποδιαρθρωμένη και τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις αδύναμες να οργανώσουν ένα συνολικό σχέδιο αντιστροφής της κατάστασης.

– Η δυσκολία αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη σε συνθήκες υποχώρησης της συνείδησης και της αναγκαιότητας των αγώνων, αλλά και με τη διεύρυνση στους κόλπους της μισθωτής εργασίας της αδήλωτης εργασίας, της εργασίας πολλαπλών και διαφορετικών ταχυτήτων αμοιβής και απασχόλησης, δυσκολεύοντας το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα να τους εντάξει οργανωτικά στους κόλπους του και να τους εκπροσωπήσει.

– Είναι προφανές ότι την κατάσταση αυτή επιτείνει σε μεγάλο βαθμό η πολιτική διαίρεση των δυνάμεων της αριστεράς, εφόσον αυτή δεν μπορεί να δώσει στους ηττημένους των μνημονιακών πολιτικών ένα ενιαίο πολιτικό επιτελείο αγώνα, όπου θα μπορέσει να ενοποιήσει πολιτικά τις διάσπαρτες και αποδιαρθρωμένες κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον στην ανατροπή των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων και θα δημιουργήσει τους όρους ανατροπής από τα κάτω και από τα αριστερά αυτής της κατάστασης.