Τα περιστατικά βίας σε βάρος εργαζόμενων στα νοσοκομεία απαιτούν σχέδιο και μέτρα πρόληψης

36

Καθημερινά έρχονται στη δημοσιότητα περιστατικά βίας απέναντι σε εργαζόμενους Νοσοκομείων από πολίτες που προσέρχονται σε αυτά και αναζητούν υπηρεσίες υγείας.

Από την πλευρά αρκετών σωματείων υποδεικνύεται ως μοναδική λύση για το πρόβλημα η αύξηση της αστυνόμευσης με την ενίσχυση των υπηρεσιών security στα Νοσοκομεία. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που αξιοποιούν τέτοια περιστατικά στο κυνήγι της τηλεθέασης.

Όμως οι κατευθύνσεις που δίνει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών έχουν ως βασικό στόχο την πρόληψη και γι αυτό η ΠΟΥ προτείνει την ύπαρξη συγκεκριμένου σχεδίου καθώς και τη λήψη μια σειράς προληπτικών μέτρων από τα νοσοκομεία.

Το ζήτημα αυτό είχαμε αναδείξει σε προηγούμενο δημοσίευμά μας στο οποίο φωτίζονται αρκετές πλευρές για τον τρόπο που προτείνει η ΠΟΥ την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών.

Επειδή το πρόβλημα αυτό επανέρχεται συνεχώς στην επικαιρότητα δημοσιεύουμε πάλι το σχετικό κείμενο.

Απουσία σχεδίου για την αντιμετώπιση του εργασιακού bulling στην υγεία

Καθημερινά οι εργαζόμενοι στην υγεία γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών βίας από επισκέπτες, συνοδούς και ασθενείς σε βάρος προσωπικού των νοσοκομείων και γενικότερα των μονάδων υγείας. Τα περιστατικά βίας και παρενόχλησης δεν περιορίζονται μόνο στις επιθέσεις που δέχονται οι εργαζόμενοι από τρίτους αλλά συχνά αντίστοιχα φαινόμενα προκαλούνται από την πλευρά διοικήσεων, διευθυντικών στελεχών και άλλων εργαζομένων.

Οι επιθέσεις είναι συχνές και ξεκινούν από λεκτική βία, απειλές και φτάνουν μέχρι τη σωματική βία θέτοντας σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων στις μονάδες υγείας.

Τα καθημερινά επεισόδια που διαδραματίζονται στους εργασιακούς χώρους όχι μόνο δεν αποτελούν θέμα με το οποίο ασχολούνται οι υπεύθυνοι και κυρίως οι διοικήσεις των νοσοκομείων αλλά ούτε καν καταγράφονται από υπηρεσίες των μονάδων υγείας. Άλλωστε πώς θα μπορούνε να συμβεί αυτό τη στιγμή που δεν υπάρχουν ειδικές δομές – υπηρεσίες με εξειδικευμένο προσωπικό που να ασχολούνται με την αντιμετώπιση της βίας μέσα στο χώρο εργασίας  ενώ ταυτόχρονα απουσιάζουν οι γιατροί εργασίας και οι επιτροπές υγιεινής και ασφάλειας.

Η απουσία καταγραφής των επιθέσεων που δέχονται οι εργαζόμενοι από τρίτους μας αναγκάζει να στηριχθούμε στην εμπειρία που αποκτάμε από όσα περιστατικά συμβαίνουν καθημερινά στους χώρους της υγείας. Η εμπειρία αυτή δείχνει ότι ο μεγάλος όγκος αυτών των περιστατικών διαδραματίζεται σε χώρους όπως τα τμήματα επειγόντων περιστατικών, οι χώροι νοσηλείας, τα εργαστήρια και σε χώρους των διοικητικών υπηρεσιών που εξυπηρετούν άμεσα το κοινό. Έντονο πρόβλημα φαίνεται να υπάρχει σε δομές και υπηρεσίες ψυχικής υγείας όπου οι επιθέσεις είναι συνεχείς.

Οι εργαζόμενοι που γίνονται πιο συχνά θύματα επιθέσεων είναι το προσωπικό της πρώτης αντιμετώπισης με πρώτα από όλους το νοσηλευτικό προσωπικό, το ιατρικό, οι εργαζόμενοι στα εργαστήρια καθώς και το διοικητικό προσωπικό σε υπηρεσίες υποδοχής.

Παράλληλα, οι εργαζόμενοι στους χώρους της υγείας αντιμετωπίζουν περιστατικά λεκτικής βίας, εκφοβισμού, εξαναγκασμού και  σεξουαλικής παρενόχλησης που σε ακραίες περιπτώσεις καταλήγουν στη σωματική βία  από διοικήσεις, διευθυντικά στελέχη ακόμα και από άλλους εργαζόμενους.

Βεβαίως το πρόβλημα της βίας σε βάρος των εργαζομένων στον τομέα της υγείας δεν είναι καινούργιο ούτε βεβαίως απασχολεί μόνο την χώρα μας.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) έχει εδώ και χρόνια εντοπίσει και περιγράψει τις αιτίες αυτού του προβλήματος και έχει δώσει κατευθυντήριες γραμμές για τον περιορισμό του.

Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. μερικές από τις αιτίες του εργασιακού  bulling σε βάρος του προσωπικού των μονάδων υγείας είναι το έντονο stress, η κακή ψυχολογική κατάσταση που βρίσκονται οι ασθενείς και οι συγγενείς τους καθώς και η εξάρτηση από ψυχοτρόπους ουσίες. Εκτός από τα παραπάνω, ο ΠΟΥ θεωρεί ότι σημαντικό ρόλο παίζουν και άλλοι παράγοντες όπως οι συνθήκες νοσηλείας, οι υποδομές, ο χρόνος εξυπηρέτησης, η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση των μονάδων υγείας.

 Μάλιστα σχετικές έρευνες αναφέρουν ότι το πρόβλημα αυτό που αντιμετωπίζουν και άλλοι εργασιακοί χώροι είναι ιδιαίτερα αυξημένο στο χώρο της υγείας, αφού τα στατιστικά δείχνουν ότι στον τομέα αυτό έχουμε τον μεγαλύτερο σε ποσοστό αριθμό επιθέσεων σε βάρος εργαζομένων από τρίτους.

Τα φαινόμενα εξαναγκασμού, εκφοβισμού και λεκτικής βίας από το σύστημα διοίκησης και διοικητικής ιεραρχίας  στο δημόσιο και ειδικότερα στο χώρο της υγείας, συντηρούνται και αυξάνονται στη χώρα μας εξαιτίας της υπερεξουσίας  που τους έχει δοθεί διαχρονικά, της απουσίας οποιουδήποτε ελέγχου και της εξάρτησης – σχέσης τους με το κομματικό πελατειακό σύστημα.

 Η αντιμετώπιση σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αλλά και την εμπειρία από άλλες χώρες που το πρόβλημα είναι υπαρκτό, απαιτεί ένα συνολικό σχέδιο τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε κάθε μονάδα υγείας. Ο σχεδιασμός αυτός θα περιλαμβάνει πολιτικές πρόληψης της βίας και μέτρα που θα επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τα αίτια που γεννούν αυτά τα φαινόμενα. Ταυτόχρονα ο ΠΟΥ θεωρεί ότι σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου παίζει η ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού καθώς και η ψυχολογική υποστήριξη και νομική στήριξη του προσωπικού που έχει δεχθεί επιθέσεις στο χώρο εργασίας.

Η εμπειρία από τις άλλες χώρες δείχνει ότι για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος που είναι πολυπαραγοντικό απαιτείται όχι μόνο ο σχεδιασμός  αλλά και η εμπλοκή στην διαμόρφωση του και στον έλεγχο υλοποίησης του, πέρα από τις διοικήσεις των μονάδων υγείας, των συνδικάτων, των επιτροπών υγιεινής και ασφάλειας καθώς και των φορέων της τοπικής κοινωνίας.

Δυστυχώς στη χώρα μας όχι μόνο δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος αλλά δεν υπάρχει ούτε καν συζήτηση τόσο από την πλευρά των κυβερνήσεων όσο και από την πλευρά των συνδικάτων.

Μάλιστα, σωματεία εργαζομένων σε νοσοκομεία μετά από κρούσματα επιθέσεων που καταλήγουν σε σωματική βία περιορίζουν το αίτημα στην αύξηση της φύλαξης, υποτιμώντας όλους τους άλλους παράγοντες και θεωρώντας ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί με κατασταλτικά μέτρα. Σε αρκετές περιπτώσεις η στάση εκ μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος συνδέει το ζήτημα αυτό με ρατσιστικές αναφορές απέναντι σε κοινωνικές ομάδες θεωρώντας τες ως τις μοναδικά υπεύθυνες για τις επιθέσεις απέναντι στο προσωπικό των νοσοκομείων.

Το αγωνιστικό κομμάτι του υγειονομικού κινήματος δεν μπορεί να επιδεικνύει χαμηλά αντανακλαστικά σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση. Αντίθετα θα πρέπει να απαιτήσει να διαμορφωθεί ένα σχέδιο και να υπάρξουν οι αντίστοιχες στρατηγικές και τα απαιτούμενα μέτρα που θα βελτιώσουν την κατάσταση.