Οι πρόσφατες αναφορές του πρωθυπουργού, κατά την ομιλία του στη Βουλή για το έγκλημα στα Τέμπη, στο θέμα της αξιολόγησης και στη συνταγματική της κατοχύρωση, υποκρύπτουν προφανώς άλλες σκοπιμότητες και συνδέονται με την προσπάθεια περαιτέρω αποσταθεροποίησης των εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο.
Το επισημαίνουμε αυτό, καθώς ήδη υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για την αξιολόγηση, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις των συνδικάτων σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της. Η συνταγματική κατοχύρωσή της δεν θα προσέφερε κάτι ουσιαστικό, εκτός αν συνδεθεί άμεσα με ανατροπές στο εργασιακό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων.
Η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στο θέμα της αξιολόγησης, όμως, είναι υποκριτική, καθώς η ίδια η κυβέρνηση έχει επιλέξει οι τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης σε διάφορους εργασιακούς χώρους – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα νοσοκομεία – να γίνονται μονομερώς από τους διοικητές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως η προϋπηρεσία, η εμπειρία, το επίπεδο σπουδών ή ακόμα και τα αποτελέσματα της «αξιολόγησης». Το αποτέλεσμα είναι οι θέσεις αυτές να καταλαμβάνονται από «ημετέρους» που διάκεινται φιλικά προς την κυβέρνηση.
Ωστόσο, οι αυθαιρεσίες δεν σταματούν εδώ. Το ρουσφέτι στις μετακινήσεις και στις υπηρεσιακές μεταβολές αποτελεί καθεστώς, παρά την ύπαρξη της αξιολόγησης.
Τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν όσο οι δημόσιες υπηρεσίες αντιμετωπίζονται ως λάφυρο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το σύστημα και οι πολιτικοί του εκφραστές.