Συλλογικές διαπραγματεύσεις, το ύστατο «κόκκινο οχυρό»

36

Του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

Ι. Αποτελεί κοινοτοπία για τον μελετητή των σχέσεων εργασίας η παρατήρηση ότι η συλλογική αυτονομία και οι επιμέρους θεσμοί που τη συγκροτούν ως αναπόσπαστο θεμελιακό τμήμα του συνδικαλιστικού δικαιώματος αποτελούν την «καρδιά» και την «ψυχή» του μεταπολεμικά διαμορφωθέντος στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών

αστικοδημοκρατικών συστημάτων εργατικού δικαίου. Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός της συνταγματικής και υπερεθνικής της προστασίας. Βεβαίως, πέραν της πρωταρχικής σε νομικό επίπεδο προστατευτικής της εργασίας λειτουργίας της η συλλογική αυτονομία, εντασσόμενη στο κυρίαρχο οικονομικό (καπιταλιστικό) σύστημα, μέσω απορρόφησης κοινωνικών εντάσεων και επίτευξης «κοινωνικής ειρήνης’», συμβάλλει σημαντικά στη διασφάλιση και αναπαραγωγή του, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα κοινωνική δημοκρατική νομιμοποίηση. Το σύστημα αυτό, οργανικό τμήμα του «κοινωνικού κορπορατισμού» (φορντισμός – κεϋνσιανισμός), υπέστη τους πρώτους τριγμούς κατά την ενεργειακή κρίση του 1973. Ωστόσο η συστηματική του αμφισβήτηση συνέπεσε με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη βαθμιαία επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Στη δίνη του νεοφιλελεύθερου κυκλώνα βρέθηκε, όπως ήταν επόμενο, το προστατευτικό εργατικό δίκαιο, ιδίως δε η συλλογική αυτονομία, η οποία λόγω της «καρτελική» παρέμβασής της στην αγορά εργασίας, θεωρήθηκε κατά τρόπο μονομερώς εμμονικό ως ένα μέγεθος εχθρικό προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την πολιτική απασχόλησης. Η απορρυθμιστική αυτή δυναμική γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση κατά την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ το 2008, η οποία επεκτάθηκε σχεδόν ακαριαία στην Ευρώπη, ιδίως στις ασθενέστερες οικονομικά χώρες του Νότου. Ιδιαίτερα επώδυνες υπήρξαν οι συνέπειες στην, οδηγηθείσα χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σχεδιασμό στην κατοχή των μνημονίων, χώρα μας. Όπως δε ήταν επόμενο, το μεγαλύτερο θύμα των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας και απορρύθμισης υπήρξε το σύστημα της συλλογικής αυτονομίας, πράγμα που οδήγησε στην άσκηση μιας έντονης και σχεδόν γενικευμένης κριτικής από τη θεωρία σε αντίθεση, ωστόσο, με τη στάση της νομολογίας, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας.

ΙΙ. Στη θέση αυτή πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής κατά τη γνώμη μου σημαντικά:

α) Η συχνά «βίαιη» επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών παραμερίζει ή και αγνοεί επιδεικτικά και κυνικά νομικούς, συνταγματικούς και υπερνομοθετικούς, περιορισμούς. Βεβαίως αυτό καταδεικνύει τον επικαθοριστικό ρόλο της οικονομίας στον κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος σε περιόδους κρίσης οδηγεί το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα σε μια de facto προϊούσα εξασθένιση ή και περιθωριοποίηση. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει αναίρεση της κανονιστικής ισχύος και της αξίωσης πραγμάτωσης των πληττομένων συνταγματικών δικαιωμάτων ούτε υποταγή τους σ’ ένα εκτός Συντάγματος και έννομης τάξης καθεστώς «έκτακτης οικονομικής ανάγκης». Η εμφανιζόμενη ως «αδήριτη» νέα «συνταγματική και νομική πραγματικότητα» δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδυνάμωση της κανονιστικής πραγμάτωσης του Συντάγματος και του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.

β) Πέραν των κραυγαλέων παραβιάσεων του Συντάγματος και υπερνομοθετικής ισχύος ρυθμίσεων, όπως π.χ. του άρθρου 28 ΧΘ ΔΕΕ (βλ. χαρακτηριστικά εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση του Γερμανού καθηγητή Andreas Fischer – Lescano, Ανθρώπινα Δικαιώματα σε καιρούς λιτότητας, εκδ. ποταμός 2014, ιδίως σ. 77 επ. και τις εκεί παραπομπές), οι πολιτικές λιτότητας και απορρύθμισης του συστήματος συλλογικής αυτονομίας, όπως αυτό ίσχυε προ της μνημονιακής καταιγίδας, προϊόντος μάλιστα οικουμενικής αποδοχής, απέτυχε παταγωδώς να επιτύχει τους στόχους του, δηλ. την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την αντιμετώπιση της κρίσης απασχόλησης. Αντιθέτως ενίσχυσε την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους και οδήγησε σε κοινωνική καταστροφή, αποδεικνύοντας τον ανορθολογικό, ιδεοληπτικό και ψυχαναγκαστικό, χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης συνταγής.

ΙΙΙ. Μετά από πέντε χρόνια καταστροφικού πειραματισμού και ενόψει του νέου συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, εκφρασθέντος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ. αναπτερώθηκε η ελπίδα εξόδου από τον θανάσιμο μνημονιακό εναγκαλισμό. Ωστόσο η ακολουθηθείσα μέχρι τώρα «εναλλακτική πολιτική», παρά τον ειλικρινή και σκληρό, αλλά άνισο αγώνα, κυριαρχούμενο προφανώς από ασύμβατες με την κρατούσα σήμερα ευρωπαϊκή πραγματικότητα οικονομικοπολιτικές θέσεις, αλλά και στερούμενο εμφανώς της αναγκαίας προετοιμασίας, επιδιώκοντας στην «κόψη του διαπραγματευτικού ξυραφιού» έναν «έντιμο συμβιβασμό», φαίνεται να προσκρούει στο απροσπέλαστο τείχος του Ευρωιερατείου. Ο επαπειλούμενος θάνατος από χρηματοδοτική ασφυξία, αποκαλυπτική πια και για τον πιο καλόπιστο των πραγματικών προθέσεων των «θεσμών», ποσώς βεβαίως συμβάλλει στην επίτευξη της επιδιωκόμενης «αμοιβαία επωφελούς και αποδεκτής λύσης». Έτσι η μία μετά την άλλη προεκλογική υπόσχεση ή κόκκινη γραμμή φαίνεται να «ενδίδουν» στην «άτεγκτη» και «βίαιη» πραγματικότητα μιας προσχηματικής και γι’ αυτό ατελέσφορης διαπραγμάτευσης. Ανεξαρτήτως όμως από την όποια αλλοίωση ή αθέτηση του κυβερνητικού προγράμματος και τις κυοφορούμενες υποχωρήσεις στο όνομα του ρεαλισμού και της αποφυγής μια εντελώς ξένης σ’ αυτό «ανεπεξέργαστης» και μη συνεκτιμηθείσας πολιτικής αδιεξόδου και ρήξης, υπάρχουν «κόκκινες γραμμές» που μια κυβέρνηση κυριαρχούμενη από την Αριστερά δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί στο όνομα της όποιας «ρεαλιστικής αναδίπλωσης» ή «αναγκαιότητας» να παραβιάσει. Πρόκειται για την απελευθέρωση των σχέσεων εργασίας από τη «μνημονιακή κατοχή», δηλαδή για επαναφορά του εργατικού δικαίου στο καθεστώς προστασίας που το Σύνταγμα και θεμελιώδεις υπερεθνικοί νομικοί κανόνες συγκροτούν και επιβάλλουν. Μια τέτοια επαναφορά δεν νοείται βεβαίως χωρίς την αποκατάσταση των απορρυθμισμένων από τους μνημονιακούς νόμους ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.

IV. Το υπουργείο Εργασίας, πιστό στις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης αλλά και συνεπές στο διαχρονικό, ανεπίδεκτο αλλοιώσεων και «πραγματιστικών υπολογισμών» αξιακό, ηθικό και ιδεολογικοπολιτικό, κώδικα της Αριστεράς, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα επεξεργάστηκε ένα πλήρες, άρτιο, «κοστολογημένο» και ανταποκρινόμενο τόσο στις συνταγματικές επιταγές όσο και στον εξορθολογισμό και εκδημοκρατισμό της αγοράς εργασίας σχέδιο νόμου, το οποίο έχει ήδη υποβληθεί για την προβλεπόμενη σχετική διαβούλευση στην ΟΚΕ. Σύμφωνα, ωστόσο, με τις διοχετευόμενες στον Τύπο πληροφορίες και η κόκκινη αυτή γραμμή φαίνεται να προσκρούει στη σθεναρή αντίδραση των «εταίρων» – δανειστών. Το γεγονός βεβαίως αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Κρίσιμο όμως ζητούμενο αποτελεί η στάση της κυβέρνησης, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από τις σχετικές δεσμεύσεις της συμφωνίας της 20.2.2015, όπως αυτές συγκεκριμενοποιήθηκαν στην από 24.02.2015 επιστολή Βαρουφάκη. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα με την ”συνεισφορά” του ΟΟΣΑ (!) οφείλει μεταξύ άλλων «να υιοθετήσει μια νέα ”ευφυή” προσέγγιση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις που εξισορροπεί τις ανάγκες της ευελιξίας (σε συνδυασμό) με το δίκαιο (πρόκειται προφανώς για ”μετονομασία” της περιβόητης ”flexicurity”). Αυτή περιλαμβάνει τη φιλοδοξία να βελτιώσει και να αυξήσει εν ευθέτω χρόνω (υπογράμμιση δική μου) τον κατώτατο μισθό κατά τρόπο που διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές απασχόλησης. Το εύρος, ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, θα λάβει δε πλήρως υπόψη τις συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου οργανισμού για το κατά πόσον οι αλλαγές στους μισθούς συμβαδίζουν με τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα».

Οι παραπάνω διατυπώσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα εύστοχες, ιδίως λόγω της αναφοράς σε έννοιες ανήκουσες στην «ιδεολογική εργαλειοθήκη» του νεοφιλελευθερισμού. Η περίφημη και μάλιστα θεωρηθείσα ως σημαντικό διαπραγματευτικό ατού της κυβέρνησης «δημιουργική ασάφεια» λόγω του δυσμενέστατου συσχετισμού δυνάμεων όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά αντιθέτως μπορεί να αξιοποιηθεί υπέρ των δανειστών. Άστοχη επίσης πρέπει να θεωρηθεί η αποδοχή εμπλοκής του ΟΟΣΑ στην επεξεργασία και διαμόρφωση των επίμαχων ρυθμίσεων. Μια τέτοια εμπλοκή δεν αντιβαίνει μόνο στην ανεξαρτησία της νομοθετικής εξουσίας ενός κυρίαρχου κράτους. Πολύ περισσότερο διαιωνίζει την εξωεθνική κατοχή των μηχανισμών διαμόρφωσης των όρων εργασίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε την εμπλοκή του ΟΟΣΑ στη διαβόητη «τριμερή επενδυτική συμφωνία». Φαίνεται ότι στη σχετική διαπραγμάτευση κυριάρχησε ένας ιδιότυπος «οικονομικός ή οικονομίστικος μονισμός», δηλαδή παρακάμφθηκε πλήρως η νομική – αξιολογική διάσταση των ζητημάτων κατά τον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση των επίμαχων δεσμεύσεων. Το πνεύμα «της δημιουργικής ασάφειας» φαίνεται να παρεισέφρησε στο πρόσφατο κοινό ανακοινωθέν Τσίπρα – Γιούνκερ, όπου γίνεται λόγος για ‘«σύγκλιση απόψεων γύρω από το ρόλο ενός μοντέρνου και αποτελεσματικού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί μέσω ευρείας διαβούλευσης και να πληροί τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα».

V. Το επίμαχο νομοσχέδιο πάντως, το οποίο εμπλουτίζει και εκσυγχρονίζει τον Ν. 1870/1990, δεν ανταποκρίνεται μόνο στις υφιστάμενες, ανεπίδεκτες απόκλισης, συνταγματικές προδιαγραφές. Βρίσκεται επίσης σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, την καλώς νοούμενη παραγωγικότητα και τις απαιτήσεις ενός υγιούς επενδυτικού κλίματος. Η ικανοποίηση ενός προ 25ετίας καταστάντος υπερήμερου αιτήματος για αναγνώριση των ΣΣΕ σε ομίλους επιχειρήσεων αποτελεί χαρακτηριστική και αναγκαία απάντηση στην πρόκληση των νέων κυρίαρχων επιχειρηματικών σχημάτων και των συνδεόμενων με αυτά μη τυπικών λόγω αποσταθεροποίησης της έννοιας του εργοδότη, κινδύνων (de facto) ματαίωσης της εργατικοδικαιικής προστασίας. Ανεξαρτήτως πάντως των όποιων, οφειλόμενων σε ολιγωρία, απειρία ή στις υφιστάμενες συνθήκες πίεσης δυσμενών για την ελληνική πλευρά ερμηνειών των «δημιουργικών» ασαφειών, ιδίως του επίμαχου κειμένου (επιστολή Βαρουφάκη), πρέπει να τονιστούν τα εξής: Το επικρατούν καθεστώς μνημονιακής απορρύθμισης και ουσιαστικής ανομίας στη συλλογική αυτονομία χρήζει άμεσης άρσης. Αυτό δεν αποτελεί απλώς επιτακτικό αίτημα της εκφρασθείσας στις 25.01.2015 λαϊκής βούλησης, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τον αξιακό – εργασιακό κώδικα της αριστεράς. Πολύ περισσότερο επιβάλλεται από το Σύνταγμα, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Καμιά μνημονιακή ή συναφής δέσμευση ή ερμηνεία της δεν μπορεί να παρακάμψει ή να αναιρέσει την αξίωση κανονιστικής πραγμάτωσης του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών δικαιωμάτων.

Όπως παρατηρείται εύστοχα και παραστατικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλο, στο εμβληματικό του έργο «Το δημόσιο δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης» (2014), στον υφιστάμενο οικονομικό λαβύρινθο, τον φυλασσόμενο από τον μινώταυρο του νεοφιλελευθερισμού, το κρίσιμο διακύβευμα του άμεσου μέλλοντος συνίσταται όχι στο αν ο «θεσμικός» Θησέας θα τα καταφέρει. Αλλά πολύ περισσότερο στο αν ο συγκεκριμένος «ήρωας» θα θελήσει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων (σ. 57 – 58). Η ιστορία ανέθεσε στην παρούσα κυβέρνηση την ύψιστη ευθύνη αντιμετώπισης του «τέρατος του νεοφιλελευθερισμού» στο κρίσιμο πεδίο της συλλογικής αυτονομίας. Αν η εξόντωσή του φαντάζει επί του παρόντος εξωπραγματική, η μάχη για τον περιορισμό της ασκούμενης από αυτό βίας μόνον αν δεν δοθεί θα θεωρηθεί χαμένη. Όπως, άλλωστε, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο έχει επισημάνει όσο και αν απομακρύνεται η ουτοπία από τον ορίζοντα όταν την πλησιάζεις, η προσπάθεια κατάκτησής της χρειάζεται για «να συνεχίσουμε να προχωράμε».

Το υπουργείο Εργασίας και η κυβέρνηση οφείλουν να τιμήσουν την ιστορική αυτή αποστολή. Ανεξαρτήτως από τις υφιστάμενες πιέσεις και τις όποιες θεωρούμενες ως «αναγκαίες» στο όνομα του όποιου ρεαλισμού υποχωρήσεις, η υπεράσπιση του επίμαχου νομοσχεδίου ως ύστατου «κόκκινου οχυρού» αποτελεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση διασφάλισης όχι μόνο της στοιχειώδους αξιοπιστίας του αστικοδημοκρατικού συντάγματος και του βαριά πάντως τραυματισμένου αν όχι απομυθοποιημένου, «ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού». Πολύ περισσότερο, προφυλάσσοντας την «αριστερή κυβέρνηση» από ένα καίριο πλήγμα στην αξιακή ιδεολογικοπολιτική της φυσιογνωμία και στην πορεία της ιστορικής της αποστολής συμβάλλει στη διατήρηση άσβεστης της φλόγας του εναλλακτικού δρόμου σε πείσμα του κυρίαρχου «νεοφιλελεύθερου ψευδοορθολογιστικού ολοκληρωτισμού» και του επιβαλλόμενου από μια διαρκή κατάσταση οικονομικής ανάγκης μονόδρομου του δόγματος ΤΙΝΑ. Η τυχόν εγκατάλειψη του ύστατου αυτού οχυρού θα αποτελέσει «ολέθριο ιστορικό σφάλμα» που θα πληρώσουν ακριβά όχι μόνο η Αριστερά αλλά κυρίως η Ελλάδα και οι ελπίζοντες σε «καλύτερες μέρες» ευρωπαϊκοί λαοί.

Πηγή: efsyn.gr

Ο Δημήτρη Α. Τραυλός-Τζανετάτος είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Προηγούμενο άρθροΆνοιξε η ηλεκτρονική εφαρμογή για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων
Επόμενο άρθροΣυνάντηση του ΜΕΤΑ Υγειονομικών με Γάλλους Συνδικαλιστές