Δέσποινα Τοσονίδου: Κίνδυνος η Αθήνα να γίνει Θεσσαλονίκη.

30

Κοινός τόπος των γιατρών του ΕΣΥ στην Αττική αποτελεί η ανησυχία για τις αντοχές των νοσοκομείων στο λεκανοπέδιο, καθώς ο κορονοϊός «καλπάζει», δηλώνει η Δέσποινα Τοσονίδου, μέλος της ΕΓ της ΟΕΝΓΕ και του ΔΣ της ΕΙΝΑΠ (με το ψηφοδέλτιο του Ενωτικού Κινήματος για την Ανατροπή) και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων ΓΝ «Ασκληπιείου» Βούλας. Η Δ. Τοσονίδου, μιλώντας στο iEidiseis και στον Παύλο Μαργαρίτη, περιγράφει τη δραματική κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία της Αττικής, σε συνέχεια του συναγερμού για το σύστημα υγείας στη Θεσσαλονίκη, καταθέτοντας τόσο την εμπειρία της από το Ασκληπιείο Βούλας (ΓΝΑΒ), όπου εργάζεται η ίδια, όσο και τις ανησυχίες που μοιράζεται με συναδέλφούς της για την «επόμενη ημέρα» της υγειονομικής κρίσης.

Στο ΓΝΑΒ, συγκεκριμένα, οι 12 Covid-ΜΕΘ είναι ήδη γεμάτες, ενώ «απειλητικά» αυξάνεται και ο αριθμός των νοσηλευομένων με κορονοϊό στις απλές κλίνες, οι οποίοι το βράδυ της Παρασκευής ήταν 20, όπως αναφέρει. Οι ελεύθερες κλίνες της πτέρυγας για την Covid-19 είναι μόλις 4. «Δεν ήμασταν νοσοκομείο αναφοράς αλλά είχαμε Covid-ΜΕΘ ήδη από την άνοιξη», εξηγεί, κάτι που συνέβη με τη μετατροπή της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας. Ως αποτέλεσμα αυτού, πάντως, το Ασκληπιείο δε διαθέτει καμία γενική ΜΕΘ σήμερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ένα νοσοκομείο.

Σε ερώτηση για το τι θα συμβεί αν κάποιος ασθενής εκ των νοσηλευομένων με κορονοϊό χρειαστεί μηχανική υποστήριξη, με δεδομένη την πληρότητα των Covid-ΜΕΘ, η σημειώνει πως «εφόσον υπάρχει διαθέσιμη κλίνη (σ.σ. σε άλλο νοσοκομείο της Αττικής) θα διακομιστεί – διαφορετικά θα διασωληνωθεί σε απλό θάλαμο, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Η διακομιδή, δε, ενός σοβαρά αρρώστου «είναι από μόνη της ένα ζήτημα, όχι ειδικά για τον ασθενή Covid-19, αλλά και για άλλες νοσηρότητες». Περαιτέρω, «επειδή, έχουμε μια κατάσταση κρίσης σε συνθήκες υποστελέχωσης, το να χρειάζεται ν’ απασχολήσεις ιατρικό προσωπικό στη διακομιδή συνιστά επίσης ένα πρόβλημα. Δε μας περισσεύουν ιατροί», προσθέτει.

Περί τις 800 οι εν λειτουργία ΜΕΘ…

Αναφερόμενη, εξάλλου, στα στοιχεία που δίνει το Υπουργείο Υγείας για τις ΜΕΘ, η γιατρός κάνει λόγο για «πλάνη», αφού «ενώ ισχυρίζονται πως 1.000 και πλέον κρεβάτια ΜΕΘ έχουν ανοίξει, αυτά δε λειτουργούν, στο σύνολό τους». «Είναι άλλο το πόσες ΜΕΘ υπάρχουν και άλλο το πόσες λειτουργούν. Η κλίνη ΜΕΘ θέλει προσωπικό εξειδικευμένο, ενώ το διαθέσιμο προσωπικό έτσι κι αλλιώς δε φτάνει για τις ανάγκες που υπάρχουν», διευκρινίζει.

Επ’ αυτού, η Δ. Tοσονίδου δήλωσε στο iEidiseis ότι οι εν λειτουργία ΜΕΘ σε όλη τη χώρα είναι λίγες παραπάνω από 800, βάσει των υπολογισμών των συνδικαλιστικών οργάνων του κλάδου την περασμένη εβδομάδα. «Ο αριθμός αυτός μπορεί να αλλάξει με την περιστολή των χειρουργείων, καθώς μεταφέρεται νοσηλευτικό προσωπικό και αναισθησιολόγοι, κυρίως, στην εντατική θεραπεία», ωστόσο, δεν βελτιώνεται στο βαθμό που απαιτεί η συγκυρία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς τα παραπάνω, για το μέλος της Ε.Γ. της ΟΕΝΓΕ, είναι «το τι συνέβη στο «Σωτηρία«, όπου δημιουργήθηκαν 50 ΜΕΘ χάρη σε δωρεά της Βουλής και μετά της παρουσίας κυβερνητικών στελεχών. Όμως η Μίνα Γκάγκα, πρόεδρος του ΚΕΣΥ, πνευμονολόγος στο ίδιο νοσοκομείο και στέλεχος της ΝΔ δήλωσε, λίγο καιρό μετά τα εγκαίνια, ότι από τις 50 κλίνες λειτουργούν οι 14. Οι λοιπές δε λειτουργούν γιατί δεν υπάρχει προσωπικό να τις δουλέψει».

Αναφορικά με την τακτική της μετατροπής των γενικών ΜΕΘ σε Covid-ΜΕΘ – καθώς η εκ του μηδενός δημιουργία νέων κλινών, όπως στο «Σωτηρία» αποτελεί την εξαίρεση, όχι τον κανόνα – η Δ. Τοσονίδου υπογραμμίζει πως αυτό γίνεται «σε βάρος της λοιπής νοσηρότητας. Θα χάσουμε αρρώστους έτσι».

…και υποστελεχωμένες

Η Δ. Τοσονίδου υπογραμμίζει πως συνολικότερα δεν υπήρχε σοβαρό σχέδιο για την ενίσχυση του ΕΣΥ, παρά την εμπειρία της άνοιξης και το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε. «Σκεφτείτε πως το προσωπικό που πήραν – 7 χιλιάδες συνάδελφοι, κατά κύριο λόγο νοσηλευτές – δε φρόντισαν να το τοποθετήσουν σε τμήματα όπου θα εκπαιδεύονταν το καλοκαίρι, δίπλα σε παλιούς συναδέλφους, ώστε να είναι έτοιμο».

Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι οι μονάδες Covid-19 να δουλεύουν κυριολεκτικά στο «κόκκινο»σημειώνει, με τους υγειονομικούς αλλά και τα μέτρα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) να μην επαρκούν ώστε να βγαίνουν τα προγράμματα και οι εφημερίες με τον προσήκοντα τρόπο.

Μάλιστα, δίνει το ακόλουθο παράδειγμα, από το νοσοκομείο όπου εργάζεται: «Όταν είχαμε 8 ασθενείς με κορονοϊό, στη βράδια έμπαιναν μόλις δύο νοσηλευτές. Έχουμε 24 νοσηλευτές ενώ απαιτούνται 36 για να δουλέψει η μονάδα, για 12 κλίνες». Όμως η συνθήκη αυτή, αναφέρει, «είναι έξω από τα ευρωπαϊκά στάνταρ και τις οδηγίες, έξω από κάθε λογική» και συνεπάγεται «υπερεργασία και εξουθένωση των εργαζομένων».

Αξίζει να αναφερθεί πως ανάλογα «καμπανάκια» έχουν σημάνει σε όλη, σχεδόν, τη χώρα από πολλά σωματεία και φορείς των ιατρών.

Αυξάνεται η κίνηση ασθενών

Σε ερώτηση σχετικά με την εικόνα από τις εισαγωγές περιστατικών του ιού στο Ασκληπιείο Βούλας, η ίδια απαντά πως «ουρές όπως στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχουν ακόμα, αλλά ενώ έχει ελαττωθεί εντυπωσιακά η κίνηση στα επείγοντα – κάτι που σημαίνει ότι ο κόσμος φοβάται, όχι ότι δεν αρρωσταίνει – στο ιατρείο Covid-19 η κίνηση έχει πολλαπλασιαστεί». Κάνει μάλιστα λόγο για «τεράστια διαφορά», σε σχέση με την κίνηση ασθενών πριν λίγο καιρό, «με την παθολογική να βλέπει έως και το 1/3 όσων ασθενών βλέπει το ιατρείο για τον κορονοϊό».

Αδυναμία των Κέντρων Υγείας να «ελαφρύνουν» τα νοσοκομεία

Η Δ. Τοσονίδου στέκεται και στην κατάσταση της πρωτοβάθμιας υγείας, όπου επίσης εντοπίζει ελλείψεις σε προσωπικό: «Ακόμη και στην Αθήνα τα Κέντρα Υγείας αστικού τύπου υπολειτουργούν».

Είναι χαρακτηριστική, επισημαίνει, η πρόσφατη καταγγελία της ΕΙΝΑΠ για το Κέντρο Υγείας Περιστερίου, όπου έξι υγειονομικοί βρέθηκαν θετικοί στον κορονοϊό. «Οι συνάδελφοί τους στο Κ.Υ. παρέμειναν στην εργασία τους, μέχρι να βγει το τεστ, και δε τέθηκαν, δηλαδή, σε καραντίνα, καθώς προφανώς κρίθηκε ότι αν πήγαιναν σπίτι τους κάποιες από τις επαφές, θα έκλεινε το ιατρείο».

Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζει, «αν δεν έχεις οικογενειακό γιατρό να σε παρακολουθήσει αν είσαι θετικός ή συμπτωματικός κλπ. η η οδηγία «μένουμε σπίτι» μπορεί να αποβεί μοιραία, καθώς αυτοί οι ασθενείς μπορεί να επιδεινωθούν απότομα, όπως έχουμε αναφέρει σε ανακοινώσεις μας από την άνοιξη».

Οπωσδήποτε, τα αιτήματα των γιατρών – «να υπάρχει μαζική ιχνηλάτηση με τεστ σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού και απομόνωση σε συνθήκες αξιοπρέπειας και συστηματική ιατρική παρακολούθηση των θετικών, για να προλάβεις τη διασπορά αλλά και να σώσεις ζωές» – δεν βρήκαν ευήκοα ώτα, ούτε σε επίπεδο πρωτοβάθμιας υγείας», συμπληρώνει.

Ορατός ο κίνδυνος για «καταστάσεις Θεσσαλονίκης» στο λεκανοπέδιο

Το μέλος της ΕΓ της ΟΕΝΓΕ, του ΔΣ της ΕΙΝΑΠ και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων ΓΝ «Ασκληπιείου» Βούλας υπογραμμίζει, τέλος, πως «φυσικά υπάρχει κίνδυνος η Αττική να βρίσκεται μερικές μέρες «πίσω» από τη Θεσσαλονίκη», κάτι που εξηγεί και τις κινήσεις πανικού της κυβέρνησης, όπως λέει, με τα αλλεπάλληλα, χωρίς συνοχή μέτρα.

«Έχουμε την αίσθηση, ως συνδικαλιστικά όργανα και ως επιστήμονες, ότι έχουμε μια χρονοκαθυστέρηση σε σχέση με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο», τονίζει, χαρακτηρίζοντας «θέμα ημερών το να δούμε και να ζήσουμε καταστάσεις όπως αυτές που βιώνουν οι συνάδελφοι στη Θεσσαλονίκη», εφόσον η δυναμική της επιδημίας δεν αναστραφεί.

«Υπάρχει, λοιπόν, πανικός από την πλευρά της κυβέρνησης. Όμως πληρώνουμε την πολιτική της το καλοκαίρι – τους τουρίστες χωρίς τεστ – όπως και την πολιτική της στα ΜΜΜ, στη σχολεία, με τους 30 μαθητές ανά τάξη, το ότι οι άνθρωποι ήταν ο ένας πάνω στον άλλον, απροστάτευτοι, σε εργοστάσια, δομές πρόνοιας και φυλακές», κατέληξε.

πηγή ieidiseis.gr

Προηγούμενο άρθροΕμπάργκο στη φωνή των μαχητών της υγείας από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης
Επόμενο άρθροΠτολεμαΐδα – Απειλούν με κυρώσεις τους μαχητές της υγείας που νοσούν από covid-19