Του Δημήτρη Στρατούλη
ΣΤΟ ΓΥΨΟ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ! ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΪΚΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ !
Η κυβέρνηση παίζει ένα κακόγουστο επικοινωνιακό θέατρο βγάζοντας προς τα έξω εικόνα διαφωνίας της με την απαίτηση της τρόικας για μείωση του κατώτερου εγγυημένου μισθού κατά 200 ευρώ.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του υποκρίνονται ασύστολα, όταν έχουν ήδη συμφωνήσει με την τρόικα για την κατάργηση του κατώτερου εγγυημένου μισθού και έχουν νομοθετήσει αυτή την συμφωνία τους με το νόμο 3845/2010.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 2 παράγραφο 7 του νόμου 3845/2010, με τον οποίο εφαρμόστηκε το μνημόνιο στη χώρα μας, υπάρχει η πρόβλεψη ότι «οι όροι των ομοιοεπαγγελματικών και επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας μπορεί να αποκλίνουν έναντι των αντίστοιχων όρων των κλαδικών και Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και οι όροι των κλαδικών Συμβάσεων εργασίας μπορεί να αποκλίνουν έναντι των αντίστοιχων όρων των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας», δηλαδή θα μπορούν να προβλέπουν μισθούς χαμηλότερους και από κατώτερο εγγυημένο μισθό.
Η κυβέρνηση σε εφαρμογή του μνημονίου, με τον ασφαλιστικό και εργασιακό νόμο 3863/10, άρθρο 74 παράγραφοι 8 και 9, θέσπισε το μισθό πρώτης απασχόλησης για νέους κάτω των 25 ετών στο 84% του εγγυημένου κατώτερου μισθού και για τους μαθητευόμενους κάτω των 18 ετών στο 70%. Με αυτό τον τρόπο υπονόμευσε την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπογράφεται από τη ΓΣΕΕ και τους εργοδοτικούς φορείς και ορίζει τον κατώτερο εγγυημένο μισθό. Αργότερα θεσμοθέτησε τη δυνατότητα των εργοδοτών να προσλαμβάνουν νέους μέχρι 25 ετών με το 80% του κατώτερου εγγυημένου μισθού, ενώ τις ίδιες αμοιβές θα παίρνουν όσοι άνεργοι προσληφτούν από ΜΚΟ για κοινωφελή εργασία.
Επομένως η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έχει βαρύτατες πολιτικές ευθύνες γιατί, με τις συμφωνίες της με την τρόικα και την εν συνεχεία νομοθέτησή τους για δραστικές μειώσεις μισθών στο δημόσιο τομέα και για αντίστοιχες μειώσεις στον ιδιωτικό τομέα, μέσω των επιχειρησιακών συλλογικών ή ατομικών συμβάσεων εργασίας ή του μειωμένου κατώτερου μισθού για τους νέους μέχρι 25 ετών, της άνοιξε την όρεξη να ζητάει και την κατάργηση του κατώτερου εγγυημένου μισθού.
Με την απαίτησή τους αυτή οι τροϊκανοί αποδεικνύουν ότι δεν τους ενδιαφέρει μόνο να εξασφαλίσουν τα χρήματα των τοκογλύφων πιστωτών της χώρας μας αλλά και να διασφαλίσουν φτηνούς εργαζόμενους με μισθούς και εργασιακές σχέσεις Κίνας στις πολυεθνικές που ετοιμάζονται να αρπάξουν το δημόσιο πλούτο της χώρας μέσω της εκποίησής του από την κυβέρνηση.
Όσον αφορά τους λεονταρισμούς του πρωθυπουργού ότι «η Ελλάδα δεν είναι Ινδία και ούτε θα γίνει», κανείς πια δεν τον πιστεύει, γιατί η κυβέρνησή του μας έχει συνηθίσει να μετατρέπει τις όποιες ελάχιστες φραστικές διαφωνίες της με την τρόικα σε κατά κράτος υποχωρήσεις και σε πολιτικά Βατερλό.
Τα «δάκρυα» του προέδρου του ΣΕΒ για τον κατώτερο εγγυημένο μισθό είναι κροκοδείλια, αφού ο ΣΕΒ διαχρονικά πιέζει τις κυβερνήσεις και διεκδικεί την κατάργησή του.
Κι ενώ η κυβέρνηση υποτίθεται ότι αντιστεκόταν στην Τρόικα για την κατάργηση του κατώτερου εγγυημένου μισθού, αποφάσισε να δώσει τρία νέα θανάσιμα κτυπήματα στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις οποίες ήδη είχε φροντίσει με το νόμο 3899/2010 να αποδυναμώσει με την υποκατάστασή τους από τις ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που μπορούν να προβλέπουν μειώσεις μισθών αλλά και με την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργοδοτών στον ΟΜΕΔ.
Προηγουμένως η κυβέρνηση και η τρόικα με το πρώτο επικαιροποιημένο μνημόνιο, τον Αύγουστο του 2010, είχαν συνεχίσει την κατεδάφιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας διασφαλίζοντας ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα υπερισχύουν των κλαδικών και αυτές με τη σειρά τους των ομοιοεπαγγελματικών. Σε αυτό επίσης προβλέφτηκε ότι «θα καταργηθεί η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε όσους δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις», ότι οι αποφάσεις της Διαιτησίας θα πρέπει να παίρνουν υπόψη σοβαρά την ανταγωνιστικότητα με όρους κόστους και ότι οι μισθοί θα πρέπει να είναι αντίστοιχοι με την παραγωγικότητα.
Τα τρία νέα θανάσιμα χτυπήματα που η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, είναι τα εξής:
Καταργείται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία, εάν υπάρχει σωρευτική εφαρμογή πολλών ειδών συλλογικών συμβάσεων, υπερισχύει αυτή που είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους. Σε περίπτωση συρροής συλλογικών συμβάσεων εργασίας η επιχειρησιακή θα υπερισχύει πλέον σε κάθε περίπτωση της κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής με πλαφόν προς τα κάτω τον κατώτερο εγγυημένο μισθό της Εθνικής Γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Αναστέλλεται για δύο χρόνια η δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, που γινόταν με Υπουργικές αποφάσεις. Με τη διετή αναστολή της επέκτασης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας δημιουργούνται στον ίδιο κλάδο εργαζόμενοι δυο ταχυτήτων, αυτοί για τους οποίους θα ισχύουν και οι άλλοι στους οποίους δεν θα ισχύουν οι κλαδικές συμβάσεις και θα παίρνουν πολύ μικρότερους μισθούς.
Παρέχεται η δυνατότητα υπογραφής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας σε απλές ενώσεις προσώπων σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 20 εργαζόμενους, με την προϋπόθεση να συμφωνούν τα 3/5 των εργαζομένων της επιχείρησης. Με αυτό τον τρόπο λύνονται τα χέρια των επιχειρήσεων να κάνουν ό,τι θέλουν και να ζητούν μειώσεις μισθών εκβιάζοντας με απολύσεις τους μεμονωμένους εργαζόμενους.
Στόχος του συνεταιρισμού κυβέρνησης-ΔΝΤ-ΕΕ είναι η εκπλήρωση της διαχρονικής απαίτησης των δυνάμεων του κεφαλαίου για υπερίσχυση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε σχέση με την ΕΓΣΣΕ και τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές, ώστε να καταργηθεί ο κατώτερος εγγυημένος μισθός και κάθε επιχείρηση να έχει να αντιμετωπίσει μόνο την συνδικαλιστική οργάνωση των δικών της εργαζομένων, ώστε να την ενσωματώνει ή να την συντρίβει ευκολότερα.
Η αμφισβήτηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, με δεδομένη την κερδοσκοπική βουλιμία του κεφαλαίου, οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό των επιχειρήσεων στα πλαίσια του ίδιου κλάδου. Κάθε μία από αυτές για να «πατήσει» τις ανταγωνίστριές της θα μειώνει τους μισθούς και έτσι θα έχουμε γενική συμπίεσή τους προς τα κάτω. Κι όλα αυτά στη λογική της τελικής «καθαρής» για το ΣΕΒ και το κεφάλαιο λύσης, που είναι η υποκατάσταση όλων των ειδών συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τις ατομικές συμβάσεις, όπου ο κάθε εργαζόμενος θα βρίσκεται μόνος και απροστάτευτος απέναντι στην παντοδυναμία των αφεντικών του.
Ήδη από τότε που υπογράφηκε το μνημόνιο οι ατομικές συμβάσεις εργασίας έχουν γενικευτεί και προβλέπουν δραστικές μειώσεις των μισθών των εργαζομένων με την μετατροπή της πλήρους εργασίας τους σε εκ περιτροπής εργασία ή σε μερική απασχόληση.
Η υπονόμευση από την Τρόικα και την κυβέρνηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας οδηγεί επίσης σε υπαρξιακά προβλήματα το ίδιο το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας. Με την αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν στην προώθηση του στόχου τους για αφαίρεση όλων των εργατικών κατακτήσεων, που κερδήθηκαν κατά την διάρκεια ενός αιώνα με σκληρούς αγώνες πολλών γενεών της εργατικής τάξης, καθιστούν τα συνδικάτα άχρηστα και αναποτελεσματικά στη συνείδηση των εργαζομένων ως προς την υπεράσπιση των συμφερόντων τους οδηγώντας τα σε ανυποληψία και απομαζικοποίηση.
Εξάλλου, εάν αφαιρεθεί από τα συνδικάτα η δυνατότητα να διεκδικούν από τους εργοδότες τους μισθούς και τους όρους εργασίας των εργαζομένων, θα μετατραπούν από ταξικές οργανώσεις σε απλούς πολιτιστικούς ή εκδρομικούς συλλόγους.
Η πρωτοφανής επίθεση που δέχονται σήμερα οι εργαζόμενοι από την τρόικα και την κυβέρνηση στα δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο τους καθιστά αναγκαία όσο ποτέ τη συμπαράταξη και τις κοινές δράσεις της Αριστεράς. Μια τέτοια συμπαράταξη πάνω σε συγκεκριμένους στόχους που θα έχουν να κάνουν με την επιβίωση του λαού και της χώρας μας και την προώθηση μιας κοινής εναλλακτικής πρότασης μπορεί να συσπειρώσει γύρω της και ευρύτερες δυνάμεις εργαζομένων και νεολαίας και να δημιουργήσει εάν ισχυρό πόλο ενίσχυσης των κοινωνικών αγώνων, αντίστασης, ελπίδας, προοπτικής για μια άλλη πορεία της χώρας μας.